Ο Εδέσσης Ιωήλ για την Ανάσταση: Δεν αποτελεί ιερός κανόνας ότι πρέπει να περάσουν 33 ώρες από την ώρα του θανάτου

1447

Εδέσσης Ιωήλ: Μέ αφορμή διάφορα δημοσιεύματα καί ανακοινώσεις καθώς καί απορίες πολλών πιστών γιά τό θέμα τού χρόνου εορτασμού τής λαμπροφόρου Αναστάσεως…

καί τών κανονικώνλειτουργικών προϋποθέσεων τής τέλεσης τών ιερών ακολουθιών πού συνδέονται μέ αυτήν, διευκρινίζουμε τά παρακάτω απαντώντας σέ ορισμένα από τά πιό συχνά ερωτήματα.

1. Ποιός ήταν ο ακριβής χρόνος τής Αναστάσεως τού Κυρίου;

Ουδείς γνωρίζει επακριβώς τόν χρόνο τής Αναστάσεως, όπως προκύπτει από τίς διηγήσεις τών ιερών ευαγγελίων καί τήν πατερική διδασκαλία. Τό μόνο βέβαιο είναι ότι αυτή έγινε πρίν τήν πρώτη μαρτυρία γιά τόν σεισμό καί τήν μετακίνηση τού λίθου πού έκλεινε τόν Πανάγιο Τάφο.

Δηλαδή πρίν τήν επίσκεψη τών γυναικών, πού περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (Μθ. 28,1 κ.ε.) καί περιλαμβάνει τά πρόσωπα τής Υπεραγίας Θεοτόκου («άλλη Μαρία») καί τής αγίας Μαρίας τής Μαγδαληνής.

Γιά τήν ευαγγελική αυτή περιγραφή οι άγιοι Γρηγόριος ο Νύσσης, Ιερώνυμος, Κύριλλος Αλεξανδρείας καί Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγούν, ότι δηλώνει πώς η Ανάσταση συνέβη στήν αρχή τής πρώτης ημέρας τής εβδομάδος, δηλαδή τής Κυριακής.

Πιό συγκεκριμένα:

α) Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ερμηνεύοντας τό χωρίο «οψέ σαββάτων, τή επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων» (Μθ. 28,1) τονίζει τά εξής: «ο μέγας Ματθαίος μόνος τών ευαγγελιστών πάντων τόν καιρόν δι ακριβείας παρεσημήνατο ειπών τήν εσπέραν είναι τού σαββάτου ώραν τής αναστάσεως.» (Περί τής τριημέρου προθεσμίας τής Αναστάσεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού) Δηλαδή:

«ο μέγας Ματθαίος, μόνος από όλους τούς ευαγγελιστές, τό επεσήμανε μέ ακρίβεια, λέγοντας ότι μετά τήν δύση τού ηλίου [τήν εσπέρα] τού Σαββάτου ήταν η ώρα τής Αναστάσεως».

β) Ο άγιος Ιερώνυμος γράφει στήν επιστολή του πρός τήν Εδιβία (407 μ.Χ.) : «Dominus surrexerit vespere sabbati» (PL 22.987), δηλαδή: «ο Κύριος αναστήθηκε τήν εσπέρα τού Σαββάτου» καί τόν ίδιο όρο (vespere sabbati) χρησιμοποιεί καί στήν περίφημη Vulgata (δική του μετάφραση τής Καινής Διαθήκης στά λατινικά) γιά τό εν λόγω χωρίο (Μθ. 28,1).

γ) Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας συμφωνεί επίσης, ότι ευαγγελιστής Ματθαίος λέγει ότι η Ανάσταση έγινε τήν ώρα πού έπεσε τό βαθύ σκοτάδι: «Ματθαίος γεμήν τήν αυτήν ημίν ποιούμενος δήλωσιν, εσπέρας έφη βαθείας ούσης γενέσθαι τήν ανάστασιν.» (Ερμηνεία εις τό κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον) καί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός μέ βάση αυτή τήν παραδοχή (βλ. Λόγος εις τό Άγιον Σάββατον) προσθέτει ότι από τήν ώρα αυτή σταματούμε καί τήν νηστεία: «τελέσαντες τάς αγίας τού Πάσχα ημέρας, εσπέρα βαθεία τού αγίου Σαββάτου καταπαύσομεν τήν νηστείαν». (Περί τών αγίων νηστειών, PG 95,77) «Βαθεία εσπέρα» ονομάζεται η αρχή τής νύχτας, η ώρα πού πέφτει τό βαθύ σκοτάδι. (Βλ. Χάρη Σκαρλακίδη, Άγιον Φώς, όπου βρίσκουμε μία εξαίρετη καί πρωτότυπη θεολογικήεπιστημονική παρουσίαση καί ανάλυση όλων τών παραπάνω εννοιών καί πατερικών μαρτυριών ερμηνειών.)

2. Πότε αρχίζει η ημέρα τής Κυριακής τού Πάσχα σύμφωνα μέ τήν Εκκλησιαστική παράδοση;

Γιά τό σύστημα μέτρησης τής ώρας τής εποχής, τό οποίο ήταν ηλιακό καί διατηρήθηκε από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι σήμερα, η έναρξη τής Κυριακής τού Πάσχα τοποθετείται μετά τήν δύση τού ηλίου (Μ. Σάββατο). Δηλαδή μέ τό σύχρονο ωρολόγιο σύστημα στίς 20.00 περίπου τού Μ. Σαββάτου.

Πιό απλά, αφού δύσει ο ήλιος τό Μ. Σάββατο, αρχίζει η Κυριακή τού Πάσχα. Αυτό εννοεί καί ο ευαγγελιστής Ματθαίος όταν γράφει: «οψέ σαββάτων, τή επιφωσκούση εις μίαν σαββάτων». Επίσης καί ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφερόμενος στήν ώρα τής Ταφής τού Χριστού γράφει: «καί ημέρα ήν παρασκευή, σάββατον επέφωσκε» (Λκ. 23,54) επιβεβαιώνοντας, ότι τό τέλος τής ημέρας καί η αρχή τής επομένης ταυτίζονται μέ τήν δύση τού ηλίου καί τήν αρχή τής νύχτας. Αυτή η παράδοση θεσμοθετήθηκε ήδη στήν Παλαιά Διαθήκη από τόν Θεό: «από εσπέρας έως εσπέρας σαββατιείτε τά σάββατα υμών» (Λευιτ. 23,32).

Συνεπώς η Κυριακή τού Πάσχα γιά τήν Εκκλησία αρχίζει μόλις αρχίζει η νύκτα τού Μ. Σαββάτου καί όχι μετά τίς 12 τό βράδυ (μέ τήν σύγχρονη ώρα). Επίσης, δέν υπάρχει ιερός κανόνας πού ορίζει, ότι η αλλαγή τής ημέρας γίνεται στίς 12 τά μεσάνυχτα μέ τό σημερινό ωράριο. Η σύγχρονη ώρα ακολουθεί τόν μεταγενέστερο τρόπο μέτρησης τού εικοσιτετρα¬ώρου, ο οποίος βασίζεται στήν μέση ώρα (ή μέσο χρόνο) Γκρήνουιτς πού άρχισε νά καθιερώνεται στίς διάφορες χώρες τού κόσμου από τόν 19ο αιώνα (1884) καί διαφέρει από τόν βιβλικό καί πατροπαράδοτο τρόπο πού μετρούσε καί μετρά τίς ώρες καί τίς ημέρες η Εκκλησία.

Η προσαρμογή λοιπόν τής τέλεσης τών ιερών ακολουθιών στό νεώτερο ωρολόγιο έγινε κατ οικονομίαν προκειμένου νά εξυπηρετήσει τούς πιστούς πού ζούν καί εργάζονται στόν κόσμο. Υπάρχουν βέβαια μοναστήρια, όπως αυτά τού Αγίου Όρους, πού μέχρι σήμερα τηρούν τό ηλιακό (ή βυζαντινό ωρολόγιο) καί μέ βάση αυτό τελούν τίς ιερές ακολουθίες μέ τήν πατροπαράδοτη ακρίβεια.

Έτσι η προσωρινή μετάθεση τής τελετής τής Αναστάσεως στίς 21.00 από τήν Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος δέν έρχεται σέ αντίθεση μέ τήν αρχαία παράδοση τής Έκκλησίας μας.

3. Πώς εξηγείται η τριήμερη παραμονή τού Χριστού στόν Άδη;

Μόνον σύμφωνα μέ όσα είπαμε παραπάνω εξηγείται, γιατί ονομάζουμε τριήμερη τήν παραμονή τού Χριστού στόν Άδη. Ο θάνατος τού Χριστού επήλθε τό μεσημέρι τής Μ. Παρασκευής κατά τήν ενάτη βυζαντινή ώρα, μέ τό σύγχρονο ωρολόγιο στίς 15.00, (πρώτη ημέρα). Όταν νύκτωσε άρχισε τό Μ. Σάββατο (δεύτερη ημέρα), γι αυτό καί έσπευσαν νά Τόν ενταφιάσουν, ώστε νά μήν βρίσκονται στόν Σταυρό τά σώματα τού Κυρίου καί τών ληστών τήν ημέρα τού εβραϊκού Πάσχα.

Όταν νύκτωσε τό Μ. Σάββατο, άρχισε η ημέρα τής Κυριακής (3η ημέρα). Λίγο αργότερα, αφού νύκτωσε, σύμφωνα μέ τό κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, έχουμε καί τήν πρώτη μαρτυρία γιά τόν σεισμό, τό άνοιγμα τού Τάφου καί τήν πρώτη εμφάνιση τού Αναστημένου Χριστού στήν Θεοτόκο.

4. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει νά συμπληρωθούν οπωσδήποτε 33 ώρες από τήν ώρα τού θανάτου τού Χριστού στόν Σταυρό, μέχρι τήν ώρα τής Αναστάσεώς Του, γιά νά ψαλεί τό «Χριστός Ανέστη».

Αυτή η άποψη υφίσταται μέν, αλλά δέν αποτελεί ιερό κανόνα ή κοινή παραδοχή στήν πατερική γραμματεία. Έχει συμβολικό χαρακτήρα, προκειμένου νά συνδεθεί μέ τά 33 έτη τής επίγειας παρουσίας τού Κυρίου. Μάλιστα ένας γνωστός ιεροκήρυκας καί θεολόγος, ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος Μυτιληναίος υπογραμμίζει, ότι η άποψη αυτή δέν μπορεί νά τεκμηριωθεί, αλλά ερμηνευτική αδεία διατυπώθηκε.

Διευκρινίζει ακόμη: «Σέ μάς η αλλαγή τού εικοσιτετραώρου γίνεται τά μεσάνυχτα. Κατά τό εβραϊκό ημερολόγιο εγίνετο από δύση σέ δύση ηλίου. Συνεπώς, ο Χριστός έμεινε 3 ώρες τήν Παρασκευή, εικοσιτέσσερεις ώρες τό Σάββατο, εικοσιεπτά, καί κάποιες ώρες, άγνωστο πόσο, τήν Κυριακή.» (Απορία 32η, Απομαγνητοφωνημένη ομιλία)

5. Μπορεί όμως ένας ιερέας νά τελέσει δύο Θείες Λειτουργίες τό Μ. Σάββατο; Δέν τό απαγορεύει αυτό ο κανόνας τής εν Αντισιοδώρω τοπικής Ιεράς Συνόδου;

Στήν περίπτωση αυτή η τέλεση τής Θ. Λειτουργίας τό πρωί καί τό βράδυ τού Μ. Σαββάτου (περίπου στίς 22.00), δέν γίνεται κατά τήν ίδια ημέρα, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, επειδή πραγματοποιείται μετά τό εσπέρας τού Μ. Σαββάτου, δηλαδή κατά τήν ημέρα τής Κυριακής τού Πάσχα, πού έχει ήδη αρχίσει μετά τήν δύση τού ηλίου.

Άρα δέν υπάρχει καμία σύγκρουση μέ τόν εν λόγω κανόνα, ο οποίος θεσπίσθηκε σέ εποχή (613 μ.Χ.) πού όλοι θεωρούσαν δεδομένο, ότι η έναρξη τής επομένης ημέρας γίνεται μετά τήν δύση τού ηλίου.

Επιπλέον, πρέπει νά σημειώσουμε ότι κατά τήν παράδοση τής Ορθοδόξου Εκκλησίας τελούνται δύο Θείες Λειτουργίες κατά τήν ίδια Εκκλησιαστική ημέρα καί σέ λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο (σύμφωνα μέ τό πολιτικό ωράριο) τρείς φορές τόν χρόνο: Χριστούγεννα, Θεοφάνεια καί Πάσχα.

Τήν παραμονή τών εορτών τελείται Εσπερινός καί Θ. Λειτουργία τού Μ. Βασιλείου τό πρωί (κατ οικονομίαν, όπως γίνεται στίς ενορίες) ή τό απόγευμα (κανονικά, όπως γίνεται στίς Ιερές Μονές τού Αγ. Όρους) καί τό πρωί τής επομένης τελείται Όρθρος καί Θ. Λειτουργία τού αγ. Ιωάννου τού Χρυσοστόμου.

Στήν περίπτωση τών Ιερών Μονών η τέλεση τών δύο λειτουργιών γίνεται σέ λιγότερο από ένα εικοσιτετράωρο, ενώ ακόμη καί στίς ενορίες, τό Μ. Σάββατο καί τήν Κυριακή τού Πάσχα, παρεμβάλλονται μεταξύ τών δύο λειτουργιών λιγότερες από 15 ώρες. Μάλιστα τό Τυπικόν τής Ι. Μονής τού Αγίου Σάββα ορίζει ακόμη μικρότερο χρονικό διάστημα μεταξύ τής τελέσως τών δύο λειτουργιών κατά τήν εορτή τής Αναστάσεως.

6. Μήπως όμως παραβιάζεται ο Ζ΄ Αποστολικός κανόνας, πού ορίζει νά μήν εορτάζουμε τό Πάσχα (τό «Νομικόν Φάσκα») μαζί μέ τό Εβραϊκό, αλλά πάντοτε μετά από αυτό;

Φέτος τό Εβραϊκό (Νομικό) Πάσχα εορτάσθηκε ήδη στίς 27 Μαρτίου 4 Απριλίου (βλ. σχετικά δημοσιεύματα στά ΜΜΕ). Δέν θά εορτασθεί τήν 1η Μαΐου. Η ημερομηνία αυτή υπάρχει βέβαια στό «Πασχάλιον» (βλ. Μ. Ωρολόγιον), αλλά δέν ισχύει, αφού η επίσημη Ιουδαϊκή θρησκεία δέν υπολογίζει μέ τόν ίδιο τρόπο τόν εορτασμό τού Πάσχα.

Οι άγιοι απόστολοι καί ευαγγελιστές στήν πλειοψηφία τους δέν πολυπραγμονούν γιά τόν ακριβή χρόνο τής Αναστάσεως τού Κυρίου. Επικεντρώνουν τήν προσοχή τους στόν ίδιο τόν Αναστάντα.

Καλύτερα νά μιμηθούμε αυτούς, γιά νά εορτάσουμε τό Πάσχα σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού καί όχι «εν ζύμη» κακίας, αλληλοκατηγορίας ή καί φαρισαϊκής τυπολατρείας.

Γιά νά εορτάσουμε μέ πνεύμα αληθείας, αγάπης καί ελευθερίας, πού εκπηγάζει από τήν Τριήμερο Έγερση τού Κυρίου μας.

Καλή Ανάσταση!