Τι σημαίνει και πως εφαρμόζεται η φράση «Να ‘ναι Ευλογημένο»

15169

Να ‘ναι Ευλογημένο: Θά ευχαριστήσω πρώτα τόν Πανιερώτατο, τόν οποίο είδα σήμερα τό πρωί καί τού έβαλα μετάνοια, καί ο οποίος μέ δέχθηκε πάλι μέ πολλή αγάπη καί μέ πολλή χαρά…

πέρα από τό ότι έδωσε τήν άδεια καί τήν ευλογία νά έρθω καί κάλυψε μέ τήν άδεια καί τήν ευλογία του όλες αυτές τίς εκδηλώσεις. Ακόμη μιά φορά μού είπε ότι μπορώ νά έρχομαι καί χωρίς άδεια είναι ανοιχτός ο δρόμος. Ευχαριστώ τόν Πανιερώτατο μέ όλη μου τήν καρδιά γιά τήν αγάπη του, γιά τήν καλοσύνη του, γιά όλα. Καί γι αυτό καί εγώ ευχαρίστως έρχομαι καί γιά όλους εκείνους οι οποίοι ανταποκρίνονται στήν πρόσκληση αυτή πού κάνει η Μητρόπολη πρός όλους σας.

Πρίν αρχίσω, εκ τών προτέρων ζητώ συγγνώμη, άν σάς κουράσω, άν σάς στενοχωρήσω. Άν πώ κανέναν λόγο παραπάνω, τόν παίρνω ευχαρίστως πίσω. Άν είμαι μαζί σας καί άν καί εσείς ήρθατε εδώ καί είμαστε μαζί απόψε, γιά τήν αγάπη τού Χριστού τό κάνουμε, στό όνομα τού Ιησού Χριστού γίνεται. Πιστεύουμε ότι είναι παρών ο Κύριος, ο οποίος είπε ότι όπου είναι δυό τρείς συνηγμένοι στό όνομά του, είναι εν μέσω αυτών (Ματθ. 18, 20). Εφόσον εμείς στό όνομά του συγκεντρωνόμαστε, καί δέν είμαστε μόνο δυό τρείς αλλά τόσοι, ο Κύριος είναι εδώ παρών, τό Πνεύμα του τό Άγιο είναι παρόν, καί όλους μας θά μάς φωτίσει τό Πνεύμα τό Άγιο καί νά πούμε καί νά ακούσουμε, νά δεχθούμε, νά κατανοήσουμε, νά ανταποκριθούμε. Όλα τά κάνει ο Θεός, όλα τά κάνει τό Πνεύμα τού Θεού.

Θά κάνουμε λοιπόν όλοι υπομονή, γιά νά μπορέσουμε πάλι απόψε νά κάνουμε όλοι μας τό καθήκον μας, καί εγώ από τή δική μου πλευρά καί εσείς. Στό τέλος ευχαρίστως, όσο θέλετε, νά μείνουμε νά συζητήσουμε. Τό θέμα είναι: «Τί σημαίνει καί πώς εφαρμόζεται η φράση νά ναι ευλογημένο». Νά ναι ευλογημένο, λοιπόν!

{Όποιος μάθει νά λέει «νά ναι ευλογημένο», λυτρώνεται}

Πιστεύω θά τήν έχετε ακούσει αυτή τή φράση καί πότε-πότε θά τή λέτε. Θά έχετε υπ όψιν σας ότι πιό πολύ η φράση αυτή χρησιμοποιείται από τούς μοναχούς, στά μοναστήρια. Δηλαδή κατά κανόνα ένας μοναχός, όταν τού λέει ο γέροντας νά κάνει κάτι ή καί ένας άλλος αδελφός, ακόμη καί ένας λαϊκός καμιά φορά, λέει πρόθυμα-πρόθυμα «νά ναι ευλογημένο». Πρέπει λίγο νά τό ξεκαθαρίσουμε. «Νά ναι ευλογημένο» σ αυτή τήν περίπτωση δέν σημαίνει βέβαια, όπως νομίζουν μερικοί: «Νά είσαι ευλογημένος πού μού λές αυτό». Δηλαδή κατ αυτούς τό λέμε, όταν κάποιος μάς πεί κάτι εποικοδομητικό, κάτι χρήσιμο. Βέβαια, μπορούμε νά τού πούμε «νά σαι ευλογημένος», αλλά εδώ τό «νά ναι ευλογημένο» δέν σημαίνει αυτό τό πράγμα, πού είναι καί αυτό μέσα. Ούτε πάλι σημαίνει πάντοτε ότι αυτό γιά τό οποίο ή εξαιτίας τού οποίου θά πούμε «νά ναι ευλογημένο» οπωσδήποτε είναι κάτι καλό. Όχι. Μπορεί κανείς, π.χ., κάποια μέρα νά πέσει σέ μιά αμαρτία, νά έχει μιά πτώση, καί φυσικά ζορίζεται, δυσκολεύεται, στενοχωρείται καί κάποια στιγμή μπορεί νά πεί «νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου». Τό «νά ναι ευλογημένο» δέν σημαίνει «νά ναι ευλογημένο πού έπεσα», δέν σημαίνει ότι καλό πράγμα ήταν η πτώση, αλλά «νά ναι ευλογημένο πού τώρα καλούμαι νά σηκώσω αυτή τή δυσκολία, νά ταπεινωθώ, νά ζοριστώ, νά πιεστώ, νά αγωνιστώ, νά μετανοήσω». Έχει νά κάνει κανείς τόσα πράγματα, καί φυσικά σάν νά αντιδρά ο άνθρωπος στό νά σηκώνει κάθε τόσο έναν κάποιο σταυρό, κάθε τόσο νά σηκώνει κάποιον ζυγό. Ναί, πάντοτε αισθάνεται μιά δυσκολία, ένα ζόρι, λέει όμως «νά ναι ευλογημένο». Καί άμα πείς «νά ναι ευλογημένο» έτσι όπως πρέπει νά τό πείς, τέλειωσε τέλειωσαν όλα. Από κεί καί πέρα η ψυχή είναι τακτοποιημένη καί μπορεί νά προχωρήσει, νά κάνει μιά καινούργια αρχή.

Πρίν προχωρήσω, θά αναφέρω κάτι πού θυμήθηκα. Έχω έναν ανεψιό. Όταν ήταν μικρούλικος, κάθε φορά πού τόν έβλεπα, προσπαθούσα νά τόν βοηθήσω νά αποφεύγει, όσο γινόταν, τό κακό καί νά δέχεται τό καλό. Καί τού έλεγα καμιά φορά: «Νά, τώρα, έτσι πού έχεις πείσμα, πού θυμώνεις, πού μιλάς έτσι, είναι ο διάβολος πού σέ παρακινεί. Νά τό ξέρεις. Πάτησέ τον». Καί έκανε μιά κίνηση μέ τό πόδι, σάν νά τόν πατούσε. Μιά φορά μάλιστα αυτό θυμήθηκα τώρα τά μάγουλά του ήταν γεμάτα δάκρυα, πού έτρεχαν από τά μάτια του σάν μαργαριτάρια, διότι κάτι συνέβη, αλλά πιό πολύ έκλαιγε από πεισματάκι, όπως κάνουν συνήθως τά παιδιά. Καί τού λέω: «Πάτα τόν διάβολο». Καί τό παιδί, επειδή είχε εμπιστοσύνη στά λόγια μου καί επειδή είχε συνηθίσει λίγο σ αυτό, σήκωσε τό πόδι του καί πραγματικά πάτησε μέ δύναμη λέγοντας «νά, ζιάβολε». Δέν μπορούσε κάν νά πεί «διάβολε» τόσο μικρό ήταν.

Καί μού είχε κάνει τρομερή εντύπωση ότι, εκείνο τό προσωπάκι πού ήταν τόσο επηρεασμένο από τό πεισματάκι του, από τή στενοχώρια του καί γι αυτό καί έκλαιγε, αμέσως φωτίστηκε, αμέσως έλαμψε καί πραγματικά καί τά δάκρυά του ακόμη ήταν αληθινά μαργαριτάρια. Ναί, μού έκανε τρομερή εντύπωση τό πόσο τό παιδί αμέσως πέρασε σέ άλλη κατάσταση, αμέσως ένιωσε πολύ διαφορετικά, σάν νά λυτρώθηκε. Όχι ότι λυτρώθηκε από κάτι εξωτερικό, αλλά από αλυσίδες πού είχε μέσα του, από κάποια πράγματα πού τόν στενοχωρούσαν μέσα του. Λυτρώθηκε στή στιγμή καί φωτίστηκε τό προσωπάκι του, καί από κεί πού έκλαιγε άρχισε νά γελάει, νά γελάει έτσι όμορφα, ωραία. Δέν θά δυσκολευόμουν νά πώ ότι εκείνη τή στιγμή ακριβώς επειδή πήρε αυτή τή στάση καί ενήργησε έτσι καί τό έκανε κατά απόλυτο τρόπο, καθώς είχε εμπιστοσύνη στά λόγια πού τού έλεγα καί εκείνη τήν ώρα καί άλλη φορά τό είπε καί τό έκανε. Δηλαδή λέγοντας «νά, ζιάβολε» τόν πάτησε πράγματι τόν διάβολο. Καί πατώντας τόν διάβολο, πάτησε καί τό πεισματάκι του, πάτησε καί τήν όλη αρνητική κατάστασή του. Όλα αυτά τά άφησε κατά μέρος, καί έτσι λυτρώθηκε η ψυχή του καί ένιωθε πολύ ωραία. Κάπως έτσι γενικά γίνεται μέ τό «νά ναι ευλογημένο».

Έχω τήν ταπεινή γνώμη ότι, όποιος θά μάθει στή ζωή του νά λέει τό «νά ναι ευλογημένο» ανά πάσαν στιγμήν, τήν πιό κρίσιμη ώρα, τήν πιό δύσκολη ώρα, αυτός ο άνθρωπος κάθε τόσο, ενώ θά παγιδεύεται από τόν ίδιο τόν εαυτό του, από τό κακό πού είναι μέσα του, από τό κακό πού είναι γύρω του, από τό κακό πού είναι ο διάβολος, τελικά θά λυτρώνεται. Θά λυτρώνεται εντελώς, θά είναι ελεύθερος καί θά ζήσει αυτό τό πράγμα πού λέμε λύτρωση εσωτερική, ελευθερία εσωτερική. Θά ζήσει αυτό τό πράγμα πού λέμε χαρά πνευματική, εσωτερική, θά ζήσει καί θά ζεί αυτή τήν κατάσταση τής χάριτος, τής λυτρώσεως, τήν κατάσταση τής επισκέψεως τού Θεού.

{Προσευχή υπέρ τού παλαιού ανθρώπου;}

Θά τολμούσα νά πώ ότι, άν συνηθίσεις νά λές τό «νά ναι ευλογημένο», αυτό είναι ανώτερο από όλα, από όλα, ακόμη καί από τήν προσευχή μή σάς φανεί παράξενο. Τό νά προσευχηθείς δέν είναι, ξέρετε, πολύ δύσκολο. Είναι βέβαια οπωσδήποτε είναι. Δέν χωράει αμφιβολία ότι όποιος μάθει νά προσεύχεται, αυτός τά έμαθε όλα. Μπορούμε νά πούμε όμως ότι από μιά πλευρά δέν είναι καί τόσο δύσκολο νά προσεύχεται κανείς, δεδομένου ότι καμιά φορά η προσευχή μας είναι υπέρ μήν παραξενευτείτε γιά όσα θά πώ υπέρ αυτού τού πράγματος τό οποίο είναι μιά αντίσταση μέσα στόν άνθρωπο καί τό οποίο πρέπει νά φύγει. Ναί, είναι ενδεχόμενο νά προσεύχεται κανείς κατά τέτοιον τρόπο, σάν νά διατηρεί αυτή τήν αντίδραση πού είναι μέσα του, σάν νά τρέφει αυτή τήν αρνητική κατάσταση.

Έχω πεί αρκετές φορές ότι μπορεί νά εξομολογείται κανείς χάριν τού παλαιού ανθρώπου, μπορεί νά κοινωνεί χάριν τού παλαιού ανθρώπου, μπορεί, ακόμη, νά προσεύχεται χάριν τού παλαιού ανθρώπου. Δέν είναι δύσκολο, πέρα από οποιαδήποτε άλλη προσευχή, νά λές: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Βέβαια, τό όλο ζόρισμα εδώ θά είναι ότι θά δυσκολεύεσαι νά τό πείς καί νά τό ξαναπείς, καί κάνεις μιά προσπάθεια. Αλλά όμως δέν στριμώχνεται ο εσωτερικός μας άνθρωπος, όπως στριμώχνεται μέ τό «νά ναι ευλογημένο», μέ τό νά πεί κανείς «νά ναι ευλογημένο».

Καί θά σάς φέρω αμέσως ένα πιό χτυπητό παράδειγμα. Άς πούμε, είσαι άρρωστος ή έχεις ένα πρόβλημα ή έχεις έναν δικό σου άνθρωπο άρρωστο ή έχεις ένα πρόβλημα από τόν δικό σου άνθρωπο. Σ αυτές τίς περιπτώσεις μάλιστα τό ίδιο τό γεγονός αυτό συντελεί στό νά προσεύχεσαι, νά προσεύχεσαι θερμά, επίμονα, νά προσεύχεσαι μέ τήν καρδιά σου. Προσεύχεσαι λοιπόν καί θέλεις νά γίνεις καλά, προσεύχεσαι καί θέλεις νά γίνει καλά ο άνθρωπός σου, προσεύχεσαι καί θέλεις νά λυθεί τό πρόβλημά σου, νά λυθεί τό πρόβλημα τού ανθρώπου σου. Καλό είναι αυτό, δέν είναι κακό νά τό κάνει κανείς. Ίσα-ίσα, νά τό κάνει μέ όλη τή δύναμη τής ψυχής του. Όμως, άν προσέξετε, έχει τό πράγμα μιά ιδιοτέλεια. Τί σημαίνει ιδιοτέλεια; Τελικά, νά, θέλουμε νά γίνει αυτό πού θέλουμε. Καί ξέρετε, όταν κάτι έχει ιδιοτέλεια, εύκολα γίνεται, δέν έχει πολύ ζόρι.

Άν όμως αυτή τήν κρίσιμη ώρα προσευχηθείς καί πείς ό,τι έχεις νά πείς στόν Θεό γιά τό πρόβλημά σου, γιά τή δυσκολία πού περνάς, αλλά τελικά σφίξεις τήν καρδιά σου, επιστρατεύσεις τίς δυνάμεις σου, σταθείς ενώπιον τού Θεού μέ όλη τήν αγάπη σου, μέ όλη τήν υπακοή σου μέ όλη τή συναίσθηση ότι εσύ είσαι τό πλάσμα τού Θεού, από πάνω είναι ο Θεός καί πείς: «Όμως, Θεέ μου, νά γίνει όπως θέλεις εσύ. Νά ναι ευλογημενο», αυτό είναι δύσκολο.

Γνωρίζω πάρα πολλούς, καί εδώ καί στήν Ελλάδα καί παντού, όπου κι άν έχω πάει, οι οποίοι κάνουν καυτές, θερμές προσευχές γιά νά λυθούν κάποια προβλήματά τους, όπως είπαμε, αλλά γνωρίζω λίγους, θά έλεγα γιατί είναι πάρα πολύ δύσκολο οι οποίοι έχουν τό κουράγιο, κάθε φορά πού ζορίζονται, πού δυσκολεύονται, νά πούν ακριβώς αυτό πού είπε ο Κύριος τρείς φορές εκεί στόν κήπο τής Γεθσημανή: Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ εμού τό ποτήριον τούτο πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ ως σύ (Ματθ. 26, 39).

{« όμως, Θεέ μου, άς γίνει τό θέλημά σου»}

Στό σημείο αυτό νά αναφερθούμε στόν Κύριο. Ο Χριστός ως άνθρωπος, αλλά αναμάρτητος άνθρωπος, δέν έχει καμιά σχέση μέ τόν θάνατο. Ο αμαρτωλός είναι γιά τόν θάνατο ο αναμάρτητος δέν είναι γιά τόν θάνατο, είναι γιά τήν αθανασία. Γι αυτό δέν είχε καμιά εξουσία ο θάνατος πάνω στόν Χριστό, τόν αναμάρτητο ως άνθρωπο. Καί έτσι φυσιολογικότατα ζητάει από τόν Πατέρα του νά αποφύγει αυτό τό πικρό ποτήρι. Άν δέν τό έλεγε αυτό ο Χριστός, θά μπορούσαμε νά αμφιβάλλουμε: «Ήταν ή δέν ήταν άνθρωπος; Ήταν ή δέν ήταν αναμάρτητος;» Δέν τό είπε τυχαία λοιπόν αυτό.

Κατ αρχήν τό νιώθει καί τό λέει έτσι, γιατί ο Χριστός ζούσε ως άνθρωπος. Δέν έκανε τόν άνθρωπο ήταν άνθρωπος. Αλλά τό λέει επιπλέον, γιά νά τό ακούσουμε καί εμείς. Πάτερ, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ εμού τό ποτήριον τούτο. Καί σήμαινε αυτό: «Άν είναι δυνατόν, Πάτερ, νά μή σταυρωθώ» αυτό σήμαινε σέ τελευταία ανάλυση. Όμως είπε στή συνέχεια: Πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ ως σύ. «Όμως όχι όπως θέλω εγώ όπως θέλεις εσύ». Καί γνωρίζουμε ότι τελικά δέν έγινε αυτό πού ζητούσε ο Χριστός ως άνθρωπος, καί πού είχε κάθε δικαίωμα νά τό ζητάει αλλά ώς εκεί όμως, απλώς νά τό ζητάει, νά τό πεί. Έπρεπε νά πεί καί τή συνέχεια, όπως καί είπε: Πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ ως σύ. Καί τελικά έγινε αυτό πού ήθελε ο Πατέρας, όχι αυτό πού ήθελε η ανθρώπινη φύση τού Χριστού. Καί εδώ βλέπουμε στήν πράξη αυτό πού λέει ο Κύριος: Ου ποιώ τό θέλημα τό εμόν, αλλά τό θέλημα τού πέμψαντός με Πατρός. Όπως είπαμε, τό θέλημα τού Χριστού είναι αναμάρτητο. Δέν είναι κάτι αμαρτωλό, ώστε νά πούμε ότι αφήνει τό αμαρτωλό, γιά νά κάνει τό άγιο θέλημα τού Θεού. Όχι. Καί τό ανθρώπινο θέλημα τού Χριστού είναι αναμάρτητο, όμως είναι τό ανθρώπινο θέλημα, τό οποίο πρέπει νά υποταχθεί στό θέλημα τού ουρανίου Πατρός. Καί τό βλέπουμε αυτό εκεί στόν κήπο τής Γεθσημανή καί στό ότι τελικά δέχθηκε τόν Σταυρό καί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος: Εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυρού (Φιλιπ. 2, 8).

Αυτό λοιπόν πού έκανε ο Χριστός, ο οποίος είπε: Πάτερ, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ εμού τό ποτήριον τούτο πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ ως σύ, αυτό καλείται νά κάνει ο κάθε χριστιανός πού θέλει νά είναι μιμητής τού Χριστού, πού θέλει νά ακολουθήσει τόν Χριστό καί νά ζήσει σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού. Ναί, αυτό πρέπει νά κάνει. Νά πεί τό ένα, νά πεί όμως καί τό άλλο. Νομίζω σάς έλεγα καί άλλη φορά ότι μέ ρωτούν διάφοροι στήν Ελλάδα: «Μπορώ νά ζητώ από τόν Θεό τούτο; Μπορώ νά ζητώ εκείνο;» «Νά ζητάς, λέω, ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις, μή διστάζεις καθόλου, αρκεί στό τέλος νά λές μέ όλη σου τήν καρδιά, προθυμότατα-προθυμότατα: Πλήν ουχ ως εγώ θέλω, αλλ ως σύ. Όμως, Θεέ μου, άς γίνει τό θέλημά σου». Καί νά είναι κανείς αποφασισμένος νά δεχθεί ό,τι επιτρέψει ο Θεός. Προσέξτε. Καί εδώ πάλι μπορεί νά περάσει μιά κάποια, άν επιτρέπεται νά πώ άς μή χρησιμοποιήσω τή λέξη πονηριά μιά κάποια ιδιοτέλεια: «Στάσου νά πώ στόν Θεό άς γίνει τό θέλημά σου, Θεέ μου, αλλά μέ τήν κρυφή ελπίδα μήπως έτσι τόν πείσω νά γίνει τελικά πάλι τό θέλημά μου». Όχι. Όχι έτσι.

{«Νά ναι ευλογημένο»: η φράση πού λύνει όλα τά προβλήματα}

Επανέρχομαι λοιπόν. Τήν ώρα πού λέει κανείς «νά ναι ευλογημένο» πηγαίνει πιό πέρα από όλα τά άλλα, ακόμη καί από τήν προσευχή. Διότι εκείνος ο οποίος έχει μάθει όλη του η ζωή νά είναι σάν νά λέει «νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου», αυτός συνέχεια προσεύχεται, συνέχεια είναι ενώπιον τού Θεού, αγαπά τόν Θεό, υπακούει στόν Θεό, ανταποκρίνεται στόν Θεό συνέχεια δηλαδή αποθνήσκει ως πρός τόν εαυτό του, συνέχεια απαρνείται τόν εαυτό του καί ακολουθεί τόν Κύριο, σύμφωνα μέ τά λόγια τού Κυρίου: Εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν καί αράτω τόν σταυρόν αυτού καί ακολουθείτω μοι (Ματθ. 16, 24).

Δέν ξέρω πόσο θά γίνω κατανοητός, πόσο θά βρούν αυτά τά φτωχά λόγια μου απήχηση στίς ψυχές σας, αλλά ταπεινά φρονώ, από τή λίγη πείρα πού έχω, ότι, όποιος θά έχει τό κουράγιο νά τό δεχθεί αυτό, νά τό καταλάβει, νά τό βάλει μέσα στήν καρδιά του, νά γίνει στό εξής ζωή του αυτό τό πράγμα καί νά παραδοθεί καί νά αφήσει έτσι τόν εαυτό του στόν Θεό, αυτός έλυσε όλα τά προβλήματα. Νά τό ξέρετε. Έλυσε όλα τά προβλήματα. Καί αυτή η λύση είναι μέσα στήν ψυχή του δηλαδή λυτρώνεται ο άνθρωπος, ελευθερώνεται, πανηγυρίζει, άσχετα σέ ποιά κατάσταση είναι. Δέν λέει ο απόστολος Παύλος: Υπερπερισσεύομαι τή χαρά επί πάση τή θλίψει ημών (Β Κορ. 7, 4); Θλίψεις, θλίψεις ο απόστολος Παύλος, αλλά δέν τόν αγγίζουν αυτές οι θλίψεις έχει υπερπερισσεύουσα τή χαρά.

Έχουμε τούς μάρτυρες, οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ μαρτυρούν, καί όμως πανηγυρίζουν. Πώς γίνονται αυτά; Έτσι τυχαία γίνονται; Ή είναι απλώς ιστορίες γιά νά τίς διαβάζουμε; Όχι, είναι αλήθειες αυτά. Στίς τοιχογραφίες μέσα στό Ιερό εδώ τού ναού σας, μιά αγιογραφία μαζί μέ τόν πρωτομάρτυρα Στέφανο τόν διάκονο, τόν πρώτο διάκονο καί πρώτο μάρτυρα, έχει καί τόν άγιο Λαυρέντιο, ο οποίος ήταν διάκονος στή Ρώμη καί συνελήφθη μαζί μέ τόν επίσκοπο, καί τούς οδήγησαν στό μαρτύριο. Τόν άγιο Λαυρέντιο τόν ξεγύμνωσαν καί τόν έβαλαν επάνω σέ μιά πυρακτωμένη σχάρα. Όσο κι άν εμείς δέν μπορούμε νά τό πιάσουμε, όμως είναι μιά αλήθεια ότι γιά τόν άγιο Λαυρέντιο σάν νά μή συνέβαινε τίποτε. Καί αυτό φάνηκε από τό εξής: Κάποια στιγμή λέει στούς δημίους πού τόν έβαλαν στή σχάρα «Ψήθηκα από τή μιά πλευρά. Δέν μέ γυρνάτε καί από τήν άλλη;» Καί παίζει μέ τή φωτιά. Παίζει, μέ όλη τή σημασία τής λέξεως. Πώς γίνονται αυτά τά πράγματα; Πώς γίνονται; Στούς αγίους λοιπόν δέν βλέπουμε ίχνος ιδιοτέλειας, δέν βλέπουμε ίχνος προσπάθειας νά φροντίσουν γιά τόν εαυτό τους, νά τακτοποιήσουν, μέ τήν έννοια νά βολέψουν, τόν εαυτό τους αυτό τό οποίο παρατηρούμε σ εμάς.

{Γιατί τελικά η ζωή μας δέν έχει άρωμα χριστιανικό;}

Εγώ προσωπικώς δέν έχω παράπονο. Δόξα τώ Θεώ, πάρα πολλοί άνθρωποι θρησκεύουν σήμερα πάρα πολλοί. Καί εννοώ εδώ τούς καλούς χριστιανούς, καί στήν Έλλάδα καί στήν Κύπρο καί όπου αλλού. Δέν εννοώ απλώς εκείνους οι οποίοι θέλουν νά τούς θεωρούν χριστιανούς καί η ταυτότητά τους γράφει «χριστιανός ορθόδοξος» αλλά κατά τά άλλα είναι αδιάφοροι. Όχι, παίρνω τούς καλούς χριστιανούς, οι οποίοι είναι πάρα πολλοί. Αλλά σάς παρακαλώ πολύ νά προσέξετε τό εξής (υποθέτω ότι είμαι κοντά στήν αλήθεια λέγοντας αυτά). Καί στήν Ελλάδα τό βλέπουμε καί σ εσάς εδώ τό βλέπει κανείς, ότι η όλη θρησκευτική μας ζωή έχει αυτόν τόν χαρακτήρα: τελικά σάν νά χρησιμοποιούμε τόν Θεό. Πιστεύουμε βέβαια στόν Θεό, καταφεύγουμε στόν Θεό, προσευχόμαστε, δείχνουμε μιά ευλάβεια, έναν σεβασμό στόν Θεό, είμαστε πρόθυμοι νά κάνουμε καί τούτο, νά κάνουμε καί εκείνο, ακριβώς γιά νά δείξουμε τήν πίστη μας, τήν ελπίδα μας στόν Θεό, αλλά τελικά όμως δέν παίρνουμε αυτή τή στάση: «Θεέ μου, εσύ είσαι ο Θεός μου. Εσύ τά ξέρεις όλα, εσύ τά μπορείς όλα. Εσύ τά έχεις όλα στά χέρια σου καί ξέρεις τί θά γίνει, τί δέν θά γίνει καί πότε θά γίνει τό καθετί. Εγώ παραδίδομαι σ εσένα άνευ όρων. Ό,τι θέλεις εσύ, Θεέ μου, νά ναι ευλογημένο».

Δέν κάνουμε έτσι. Όχι. Όλοι κάνουμε κάποιους λογαριασμούς, κάποιους υπολογισμούς, όλοι πάντοτε υπάρχουν εξαιρέσεις, καί μακάρι όλοι νά εξαιρούμαστε μακάρι καί εγώ νά κάνω λάθος καί τά λόγια μου αυτά νά λέγονται στόν βρόντο, αλλά φοβούμαι ότι δέν είναι έτσι όλοι βαθιά μέσα μας έχουμε κάποια ιδιοτέλεια. Δηλαδή ναί μέν πηγαίνουμε στόν Θεό, ζητούμε τόν Θεό, αλλά σάν νά θέλουμε νά τόν χρησιμοποιήσουμε γιά νά μάς βολέψει, νά πάει μέ τά νερά μας, τελικά νά συμφωνήσει εκείνος μέ τό θέλημά μας, σέ τελευταία ανάλυση νά μάς υπηρετήσει: νά λύσει τά προβλήματά μας, νά τακτοποιήσει τά θέματά μας. Όχι, επαναλαμβάνω, ότι δέν θά φροντίσει ο Θεός γι αυτά, όχι ότι δέν θά τού τά λέμε αυτά όχι. Θά τού τά παρουσιάζουμε όλα, αλλά τελικά όμως πρέπει νά καταλήγουμε έτσι: «Εσύ, Θεέ μου, ξέρεις πότε θά γίνει αυτό, πότε θά τό κάνεις εσύ ξέρεις πώς θά γίνει αυτό, πώς θά τό κάνεις, μέ ποιόν τρόπο. Εγώ εμπιστεύομαι τόν εαυτό μου σ εσένα». Αλλιώς, πηγαίνουμε στόν Θεό τελικά, γιά νά μάς βολέψει. Τέτοια θρησκευτικότητα έχουμε σήμερα!

Καί δέν είναι τυχαίο αυτό. Προσέξτε. Πρέπει νά καθίσουμε κάτω καί νά ψάξουμε νά δούμε γιατί, ενώ είμαστε τόσα χρόνια χριστιανοί επαναλαμβάνω, έχω υπ όψιν μου τούς καλούς χριστιανούς καί στήν Κύπρο καί στήν Ελλάδα ενώ τόσα χρόνια διαβάζουμε πολλά πράγματα, τόσα χρόνια κάνουμε καί έναν κάποιο αγώνα, γιατί τελικά η ζωή μας δέν έχει άρωμα αγιότητος, άρωμα τέτοιο πού είχε η ζωή τών αγίων; Μπορεί μερικές φορές νά είμαστε καλοί στή συμπεριφορά μας, νά κάνουμε έστω μερικές καλές πράξεις νά εξυπηρετήσουμε κάποιους ανθρώπους, νά κάνουμε μιά κάποια φιλανθρωπία αλλά τελικά η όλη ζωή μας δέν είναι ζωή πού δείχνει ότι μπήκαμε στόν δρόμο τής αγιότητος πού εκεί θέλει νά μάς βάλει όλους ο Θεός. Υποθέτω ότι οφείλεται σ αυτό, στό ότι έχει ιδιοτελή χαρακτήρα η όλη προσπάθειά μας. Δηλαδή τά θέλουμε τά πράγματα όπως εμείς τά νομίζουμε, όπως εμείς θά τά θέλαμε, όπως μάς βολεύουν, καί πολύ λίγο εμπιστευόμαστε τόν εαυτό μας στόν Θεό μέ αυτή τή διάθεση, μέ αυτό τό δόσιμο, μέ αυτή τήν αφοσίωση νά τά αφήνουμε όλα στόν Θεό λέγοντας: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου. Όπως θέλεις εσύ».

{Όταν ο Θεός επιτρέψει αυτό πού δέν περίμενες ποτέ}

Στούς μάρτυρες, καί γενικά στούς αγίους, δέν βλέπουμε καθόλου τό πνεύμα αυτό τό δικό μας, τή δική μας νοοτροπία: νά πιστεύουν στόν Θεό, νά ελπίζουν στόν Θεό, νά προσεύχονται, νά κάνουν ό,τι κάνουν, αλλά γιά νά τούς βολέψει. Όχι. Παραδομένοι στόν Θεό, στό θέλημά του, στή χάρη του, στήν όλη εμπιστοσύνη πού έχουν στόν Θεό, τόν αφήνουν νά ενεργήσει όπως εκείνος θέλει. Γιατί, εδώ πού τά λέμε, άν δέν μάς φτιάξει ο Θεός όπως θέλει αυτός νά μάς φτιάξει, δέν μπορούμε νά γίνουμε χριστιανοί. Δέν θά γίνουμε χριστιανοί απλώς μέ τό νά προσπαθήσουμε εμείς νά φτιάξουμε τόν εαυτό μας, όσο κι άν πιστεύουμε στόν Θεό, όσο κι άν έχουμε ορισμένα πράγματα υπ όψιν μας καί κάνουμε έναν κάποιο αγώνα. Δέν γίνεται έτσι. Άν σωζόταν ο άνθρωπος απλώς μέ τίς δικές του προσπάθειες, άν αγιαζόταν μέ τίς δικές του δυνάμεις, άν τακτοποιούνταν τό όλο θέμα τής σωτηρίας τού ανθρώπου απλώς μέ τήν καλή διάθεση τού ιδίου τού ανθρώπου, δέν θά ερχόταν ο Χριστός στή γή, δέν θά ίδρυε τήν Εκκλησία, δέν θά έδιδε τό Άγιό του Πνεύμα νά είναι μέσα στήν Εκκλησία ούτε θά μάς άφηνε τά μυστήρια, πού εκεί μέσα βρίσκουμε τή χάρη. Όχι πάλι γιά νά τακτοποιήσουμε τά θέματά μας ή απλώς γιά νά είμαστε συνεπείς πρός τά πνευματικά μας καθήκοντα, όπως λέμε, αλλά γιά νά ανοίξει η ψυχή μας, νά παραδοθεί στόν Θεό, καί νά έρθει η χάρη μέσα μας νά μάς αναλάβει, χωρίς νά εμποδίζεται ή νά δυσκολεύεται από εμάς.

Πόσοι θά μπορούσαμε πράγματι αυτή τήν ώρα ειλικρινά, τίμια νά σταθούμε ενώπιον τού Θεού καί νά πούμε: «Κύριέ μου, εσύ γνωρίζεις ότι δέν θέλω τίποτε άλλο. Τό μόνο πού θέλω: ανάλαβέ με εσύ καί κάνε με ό,τι θέλεις, ό,τι κι άν μού στοιχίσει». Δέν ξέρω πόσοι θά τό λέγαμε. Αλλά καί αυτό δέν είναι πολύ δύσκολο νά λεχθεί. Τό δύσκολο είναι, όταν έρθει η ώρα καί σέ ταρακουνήσει ο Θεός καί επιτρέψει δέν ξέρω τί θά επιτρέψει αυτό πού δέν περίμενες ποτέ νά πείς «νά ναι ευλογημένο». Θά τό πείς τότε; Από ό,τι έχω καταλάβει εγώ, καί πιστεύω ότι καί εσείς τό έχετε καταλάβει, γιά τόν καθένα μας ο Θεός θά επιτρέψει εκείνο πού δέν τό περιμέναμε.

Από τό πάρε δώσε πού έχω μέ τούς ανθρώπους διαπιστώνω ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι λένε: «Άν ήταν μόνο αυτό, άν ήταν μόνο εκείνο Αλλά είναι καί τούτο». Εκείνο τό «αλλά» πού βάζει κανείς εκεί, τά χαλάει. Καί τό έχουμε όλοι οι άνθρωποι. Νομίζουμε δηλαδή ότι, άν ο Θεός είχε επιτρέψει νά σηκώσουμε τούτο, εκείνο, τό άλλο, θά μπορούσαμε νά τά σηκώσουμε, αλλά, νά, επέτρεψε καί κάτι ακόμη, καί αυτό είναι ασήκωτο. Εκείνο λοιπόν πού νομίζεις εσύ ότι δέν τό αντέχεις, εκείνο ακριβώς θά κληθείς νά σηκώσεις.

Δέν μάς ρωτάει ο Θεός. Άν μάς ρωτούσε, δέν θά σηκώναμε τίποτε. Θά τού λέγαμε: «Νά, αυτό θέλω, εκείνο θέλω, αυτό μπορώ, εκείνο δέν μπορώ». Όχι. Εδώ είναι αυτό πού λέμε, νά τό αφήσουμε στόν Θεό, ώστε ο Θεός νά αφήσει νά πέσει επάνω μας ό,τι αυτός κρίνει ξέρει ο Θεός καί σ εμάς εκείνο πού μένει είναι νά πούμε: «Άχ, Θεέ μου, βλέπεις εσύ καλύτερα πόσο μέ ζορίζει αυτό, πόσο μέ πιέζει, πόσο μού φαίνεται ασήκωτο. Βλέπεις, Θεέ μου, ότι δυσκολεύομαι νά τό πιώ τό ποτήρι αυτό» ο καθένας θά έρθει ώρα πού θά τό πεί αυτό «αλλά νά ναι ευλογημένο. Νά ναι ευλογημένο. Αφού εσύ τό θέλεις έτσι, αφού εσύ τό ζητάς έτσι, νά ναι ευλογημένο. Νά γίνει όπως θέλεις εσύ».

{Από αυτή τή στιγμή κιόλας νά αρχίσουμε έτσι νά ζούμε}

Άν ο άνθρωπος τήν πιό κρίσιμη ώρα, τήν πιό δύσκολη ώρα τότε πού νομίζει ότι τού συνέβη κάτι πού δέν τό περίμενε ποτέ νά συμβεί άν εκείνη τήν ώρα πεί: «Θεέ μου, νά ναι ευλογημένο», καί τό πεί μέ διάθεση ταπεινώσεως, μέ διάθεση υπακοής, μέ αγάπη όπως οι μάρτυρες, τόν επισκέπτεται η χάρη τού Θεού. Οι μάρτυρες δέν σήκωναν τό μαρτύριο μοιρολατρικά σάν νά έλεγαν: «Έ, τί νά κάνουμε; Γιά τήν αγάπη τού Χριστού θά σηκώσουμε τό μαρτύριο». Όχι. Είχε φθάσει τό πράγμα σέ τέτοιο σημείο, πού όλοι τους ποθούσαν τό μαρτύριο, όλοι τους έλεγαν πότε νά έρθει η ώρα νά μαρτυρήσουν, πότε νά έρθει η ώρα νά πέσουν όλα τά φοβερά πράγματα επάνω τους. Καί αυτό, διότι ο άνθρωπος μεθάει από τή χάρη τού Θεού, τόν πιάνει μιά «τρέλα», άν επιτρέπεται νά πώ, από τήν επίσκεψη τής αγάπης τού Θεού, από τήν επίσκεψη τής έλξεως αυτής τού Θεού, καί νιώθει ότι όλα, όλα είναι ένα τίποτε μόνο ο Θεός μένει, καί η ορμή αυτή τού ανθρώπου πρός τόν Θεό.

Όταν θά μάθει κανείς νά παίρνει μιά τέτοια στάση, όταν θά φθάσει σ αυτό τό σημείο νά παίρνει μιά τέτοια στάση, όπως καταλαβαίνετε, η ψυχή του είναι συνεχώς προσευχόμενη ενώπιον τού Θεού καί κάνει αληθινή προσευχή κανείς. Αυτή η ψυχή αγαπά τόν Θεό, πιστεύει στόν Θεό, ελπίζει στόν Θεό, πορεύεται πρός τόν Θεό. Αυτή η ψυχή θά κάνει πέρα καί τούτο καί τό άλλο καί τό άλλο όλα. Μέσα σ αυτό, στή διάθεση πού έχει κανείς νά λέει μέ αυτή τήν έννοια τό «νά ναι ευλογημένο», είναι όλα όλες οι προσπάθειες γιά αρετή.

Όποιος λοιπόν θά μάθει αυτό τό μάθημα, νομίζω είναι λίγο νά πούμε ότι έλυσε τά προβλήματά του, ότι λυτρώθηκε. Γιατί όλα αυτά είναι λέξεις. Εκείνο πού θά είναι πιό σωστό νά πώ, καί τό οποίο, όσο κι άν τό πούμε, όσο κι άν τό φαντασθούμε, δέν μπορούμε νά τό πιάσουμε μόνο όταν έρθει αυτή η ώρα είναι ότι αισθάνεται κανείς πώς μπαίνει πλέον σ αυτή τήν άλλη ζωή πού φανέρωσε ο Χριστός. Αισθάνεται κανείς ότι όντως είναι κοινωνός μέ τόν Κύριο, μέ τόν σταυρωθέντα καί τόν αναστάντα Κύριο. Όντως κανείς αισθάνεται ότι τόν ανέλαβε ο Θεός, η χάρη τού Θεού. Όντως αισθάνεται ότι είναι μέν στή γή, αλλά κάτι ουράνιο οσφραίνεται. Αυτά, όσο κι άν τά πούμε, επαναλαμβάνω, δέν αρκούν, δέν μπορούν νά μάς πούν πολλά πράγματα. Αλλά έρχεται ώρα πού ο καθένας τό ζεί αυτό.

Γι αυτό, άν έγινα κατανοητός, άν όλα αυτά πού είπαμε ώς εδώ βρίσκουν απήχηση στήν ψυχή σας, θά παρακαλούσα τήν αγάπη σας, από τώρα, από αυτή τή στιγμή κιόλας νά αρχίσουμε έτσι νά σκεπτόμαστε, έτσι νά ενεργούμε, έτσι νά ζούμε. Μπορεί νά μή λέει κανείς τίς λέξεις αυτές, «νά ναι ευλογημένο», καί νά λέει «Δόξα σοι, ο Θεός» ή νά λέει: «Όπως θέλεις, Θεέ μου» ή, όπως λένε οι μοναχοί, «ευλόγησον». Αλλά τό «νά ναι ευλογημένο» είναι πολύ ζωντανό καί μπορεί νά τό πεί ο καθένας. Καί θά έλεγα ότι μπορούμε αυτό νά τό έχουμε υπ όψιν μας καί νά τό χρησιμοποιούμε καί νά τό λέμε καί σέ περιπτώσεις πού έχουν σχέση μέ τόν ίδιο τόν εαυτό μας, καί σέ περιπτώσεις πού έχουν σχέση μέ τούς ανθρώπους πού είναι κοντά μας, μέσα στήν οικογένεια κτλ., καί στίς σχέσεις μας μέ τούς άλλους ανθρώπους καί στόν γενικότερο αγώνα πού κάνουμε.

{«Γιά μένα δέν ανοίγουν οι πόρτες»}

Υποθέτω ότι λίγο πολύ κάθε αγωνιζόμενος έχει έναν καημό μέσα του, έχει μιά λαχτάρα, έναν πόθο μέσα του: «Άχ, Θεέ μου, Θεέ μου, πότε θά φύγουν από πάνω μου οι αδυναμίες, τά ελαττώματά μου, οι αμαρτίες μου, όλα αυτά τά πράγματα πού μέ κάνουν νά ασχημίζω ενώπιόν σου; Πότε θά έρθει στήν ψυχή μου η ταπείνωση, η μετάνοια η αληθινή, η αγάπη; Πότε θά μάθω νά προσεύχομαι;» Έχει καημό ο καθένας μέσα του. Καί εκεί πού κάνει μιά προσπάθεια, δέν πάει λίγο καί σκοντάφτει, δέν πάει λίγο καί πέφτει. Έβαλε αρχή σήμερα τό πρωί καί τό βράδυ διαπιστώνει ότι τί έκανε; πάλι στά ίδια είναι. Τήν άλλη μέρα τά ίδια πάλι. Καί κοντράρεται ο άνθρωπος μέ τόν ίδιο τόν εαυτό του, συμπιέζεται από τόν ίδιο τόν εαυτό του καί σάν νά κυριεύεται εκείνος, επαναλαμβάνω, πού αγωνίζεται τίμια από μιά απογοήτευση, από μιά απελπισία, από μιά ολιγοπιστία.

Κάθε μέρα τό διαπιστώνω όλο καί πιό πολύ. Ναί μέν διαβάζουν οι άνθρωποι τά πατερικά βιβλία, τούς βίους τών αγίων, βλέπουν εκείνα τά ωραία πράγματα πού είναι γραμμένα εκεί, τά λιμπίζονται, τά ποθούν, τά θέλουν τόσο πολύ, αλλά στήν πράξη βλέπουν ότι είναι μακριά από αυτές τίς καταστάσεις. Καί αρχίζουν λίγο-λίγο νά αμφιβάλλουν: «Άραγε είναι έτσι τά πράγματα; Άραγε έγιναν έτσι τά πράγματα;» Ή, τό λιγότερο, μπορεί νά πούν: «Κάποτε μπορεί νά ήταν έτσι. Κάποτε μπορεί ο Θεός, τό Πνεύμα τού Θεού νά ενεργούσε έτσι μέσα στούς ανθρώπους, αλλά τώρα, φαίνεται, μάς άφησε ο Θεός, μάς εγκατέλειψε. Τώρα δέν γίνονται αυτά». Καί ο άνθρωπος παγιδεύεται λίγο-λίγο όχι απλώς από μιά απογοήτευση, από μιά αίσθηση αποτυχίας όχι. Γίνεται μιά πεποίθηση μέσα του ότι δέν θά γίνει τίποτε μέ αυτόν.

Έχω υπ όψιν μου στήν Ελλάδα ψυχές οι οποίες είναι πνευματικότατες, έτσι όπως φαίνονται, αλλά έχουν μέσα τους αυτή τήν ολιγοπιστία. Είχα πάρει πρό ημερών ένα σημείωμα από κάποια ψυχή πού έλεγε: «Κατάλαβα πιά ότι αυτά όλα είναι γιά ορισμένους. Εμείς, κάποιοι άλλοι ορισμένοι, δέν μπορούμε νά περιμένουμε, δέν μπορούμε νά ελπίζουμε δέν γίνονται σ εμάς αυτά».

Θυμάμαι, κάτι παρόμοιο μού έλεγε ένας Άγγλος, ο Μπάλφουρ, πού είχε παίξει καί κάποιον ρόλο στήν Ελλάδα τότε μέ τόν Β Παγκόσμιο πόλεμο, καί έγραψαν πολλά εις βάρος του. Εν πάση περιπτώσει, αυτός ήταν αγγλικανός καί έγινε ορθόδοξος. Κάποια φορά πού μάς επισκέφθηκε, έλεγε: «Δέν είμαστε εμείς όπως είναι ο γέρων Σιλουανός τώρα άγιος Σιλουανός τότε ακόμη δέν είχε αναγνωρισθεί ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο π. Σωφρόνιος πού είναι στό Έσσεξ, στήν Αγγλία. Σ αυτούς, μόλις σπρώξουν τήν πόρτα, ανοίγει, καί προχωρούν. Γιά μένα καί γιά άλλους δέν ανοίγουν οι πόρτες». Καί αρχίζει σιγά-σιγά ο άνθρωπος νά πιστεύει κάτι τέτοιο, τό οποίο είναι πέρα γιά πέρα πλάνη καί πέρα γιά πέρα εσφαλμένο.

{Έχεις τή γενναιότητα νά ταπεινωθείς;}

Εδώ είναι τό λεπτό σημείο: Καθώς ζορίζεται κανείς καί κυριεύεται από ένα πνεύμα απογοητεύσεως, διότι τό φέρει βαρέως γιά τό τί είναι ο εαυτός του δηλαδή, εκτίθεται στόν ίδιο τόν εαυτό του, στά μάτια του άλλη ιδέα είχε γιά τόν εαυτό του, καί τώρα είναι υποχρεωμένος νά δεχθεί ότι ο εαυτός του είναι κάτι αλλιώτικο καί όχι εκείνο πού νόμιζε καί τού στοιχίζει αυτό τό πράγμα, άν θά πεί «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου. Ό,τι είμαι, είμαι. Νά ναι ευλογημένο», αρχίζει νά λυτρώνεται. Οπότε, δέν θίγεται, δέν τό φέρει βαρέως, δέν χολώνεται μέσα του, δέν πικραίνεται.

Μερικές ψυχές είναι φαρμακωμένες μέσα τους, έχουν πολλή χολή. Καί τί νομίζετε; Τό παράπονο τελικά στρέφεται στόν Θεό, ότι τάχα ο Θεός δέν τίς προσέχει αυτές τίς ψυχές, τάχα δέν τίς χαριτώνει, τάχα δέν τίς βοηθάει, τάχα τίς κάνει πέρα, ενώ προσέχει κάποιες άλλες. Καί χολώνεται κανείς. Λάθος όλα αυτά.

Άν κανείς έχει τή γενναιότητα νά ταπεινωθεί ενώπιον τού Θεού καί νά πεί: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου. Πέταξέ με εμένα», καί νά τό παραδεχθεί: «Τό σκύβαλο είμαι εγώ» εδώ ένας απόστολος Παύλος έλεγε ότι είναι πρώτος τών αμαρτωλών (Βλ. Α Τιμ. 1, 15) αυτομάτως παίρνει τήν τελευταία θέση, αυτομάτως ταπεινώνεται πλήρως, αυτομάτως, όπως είπαμε, λυτρώνεται, ελευθερώνεται δέν τόν δαγκάνουν πιά τέτοιες καταστάσεις. (Επιτρέψτε μου νά χρησιμοποιήσω αυτή τή λέξη. «Δάκνεται», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.) Καί καθώς ο άνθρωπος λέει «νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου» καί πάλι «νά ναι ευλογημένο», βλέπει ότι μέρα μέ τήν ημέρα ανοίγει ο δρόμος, μέρα μέ τήν ημέρα ανοίγει η πόρτα, μέρα μέ τήν ημέρα κάτι σπρώχνει τήν ψυχή καί προχωράει. Διότι μέχρι τώρα δέν εμπόδιζαν τήν ψυχή ούτε, άν θέλετε, τά πάθη προσέξτε ούτε οι αμαρτίες. Αυτά τά τακτοποιεί ο Θεός. Όσες αμαρτίες κι άν έχεις, όσα πάθη κι άν έχεις, θά τά πάρει ο Θεός, θά τά αρπάξει, θά σέ καθαρίσει τελείως. Ούτε από άλλα πράγματα εμποδίζεται κανείς. Εμποδίζεται από τήν άσχημη στάση του, από τή λαθεμένη στάση του, από τήν υπερήφανη στάση του από τό ότι δέν θέλει νά υποταχθεί στόν Θεό καί νά τά αφήσει όλα στόν Θεό λέγοντας: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου. Όπως θέλεις εσύ».

{Μέ αυτή τήν απλή φράση ανασταίνεις τήν ύπαρξή σου}

Έχετε νά κάνετε, άς πούμε, μέ δικούς σας ανθρώπους μέσα στήν οικογένεια, καί υπάρχουν διάφορα προβλήματα: Έχετε νά κάνετε μέ ένα παιδί πού δέν σάς ακούει, πού είναι έτσι, πού είναι αλλιώς, καί σάς δημιουργεί προβλήματα, ή μέ ένα παιδί πού είναι άρρωστο. Έχετε νά κάνετε μέ τόν σύζυγό σας ή μέ τή σύζυγό σας, μέ τούς γονείς σας, μέ τήν κουνιάδα, μέ τόν κουνιάδο, μέ τή νύφη, μέ τόν γαμπρό κτλ. Καί κάθε τόσο επιτρέπει ο Θεός πότε τό ένα, πότε τό άλλο, καί μάλιστα μερικές φορές επιτρέπει ο Θεός κατά τέτοιον τρόπο νά έρχονται τά βάσανα, οι θλίψεις, τά εμπόδια, οι σουβλιές, άς πούμε, από τόν ένα καί από τόν άλλο, σάν νά τό κάνει επίτηδες. Καί δέν θά δυσκολευόμουν νά πώ ότι επίτηδες τό κάνει. Όχι γιατί θέλει νά μάς παιδεύει, νά μάς βασανίζει, αλλά γιατί αυτό χρειάζεται γιά τήν ψυχή μας. Έχεις τό κουράγιο νά πείς: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου»; Είναι δύσκολο, διότι αισθάνεσαι ότι, άν τό πείς δηλαδή, άν παραδεχθείς ότι σού χρειάζεται καί τούτο καί εκείνο καί τό άλλο καί τό άλλο όλα αυτά πού επιτρέπει ο Θεός ώ, τότε σημαίνει πώς παραδέχεσαι ότι είσαι ο χειρότερος άνθρωπος τού κόσμου.

Εάν λοιπόν σ αυτή τήν περίπτωση πεί κανείς: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου, νά ναι ευλογημένο», ταπεινώνεται ο άνθρωπος, όπως είπαμε, σάν νά πεθαίνει ενώπιον τού Θεού. Αλλά αυτομάτως ανασταίνεται ακριβώς όπως είπε ο Κύριος: Όστις ταπεινώσει εαυτόν υψωθήσεται (Ματθ. 23, 12). Αυτομάτως λυτρώνεται, αυτομάτως μπαίνει στή σφαίρα εκείνη τήν άλλη καί νιώθει κανείς πλέον ότι είναι μέ τόν Θεό. Ο μάρτυς ήταν επάνω στή φωτιά καί ψηνόταν, αλλά ήταν μέ τόν Θεό. Δέν έχει σημασία άν ψηνόταν ή δέν ψηνόταν. Δέν έχει σημασία άν τόν έβαζαν στόν τροχό ή άν τόν έγδερναν. Τά λέμε βέβαια εμείς αυτά, αλλά πιό πολύ σάν ιστορίες τά διαβάζουμε ή τά ακούμε, ενώ είναι αλήθειες. Δέν τόν απασχολούσε αυτό, πόσο παιδεύεται, πόσο δέν παιδεύεται, πόσο θά μαρτυρήσει, πόσο δέν θά μαρτυρήσει. Εκείνο πού τόν ενδιέφερε ήταν νά μή χάσει τόν Χριστό. Εκείνο ήταν όλο τό θέμα. Καί παρέδιδε τόν εαυτό του μέ όλη του τήν καρδιά στόν Χριστό λέγοντας «νά ναι ευλογημένο».

Τό ίδιο λοιπόν νά πούμε καί εμείς, καί όταν μάς πειράζει ο διάβολος, καί όταν μάς πειράζουν οι άλλοι άνθρωποι, καί όταν πέφτουν επάνω μας όλα αυτά τά πράγματα πού έχουμε νά συναντήσουμε στή ζωή μας. «Νά ναι ευλογημένο». Δέν ξέρω εσείς πόσο τό έχετε δοκιμάσει. Άς πούμε, είσαι κάποια ώρα έτοιμος νά εκραγείς. Έρχονται τό ένα κατόπιν τού άλλου τούτο, εκείνο, τό άλλο όπως είπαμε, σάν κάποιος επίτηδες νά τά βάζει επάνω σου. Καί σάν νά μή φθάνουν αυτά, έρχεται καί τό τελευταίο καρφί κάτι παρουσιάζεται πάλι. Όπως λένε οι άνθρωποι: «Ακόμη αυτό μάς έλειπε». Καί είναι κανείς έτοιμος νά εκραγεί. Εσύ λοιπόν εκείνη τήν ώρα, όσο πιό ζόρικα είναι τά πράγματα, όσο βλέπεις ότι σάν επίτηδες κάποιος νά τά φέρνει τό ένα κατόπιν τού άλλου καί νά τά βάζει επάνω σου, τόσο πιό έτοιμος νά είσαι μέσα σου καί τόσο πιό πολλή διάθεση νά έχεις νά πείς «νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου», αλλά καί νά τό εφαρμόζεις στήν πράξη.

Μέ αυτή τήν απλή φράση, ούτε λίγο ούτε πολύ, ανασταίνεις τήν ψυχή σου, ανασταίνεις τήν ύπαρξή σου. Μέ αυτή τήν απλή φράση πεθαίνεις. (Δέν τό κάνεις εσύ εσύ απλώς λές τή φράση καί τοποθετείσαι ανάλογα τό όλο έργο τό κάνει ο Χριστός.) Όντως πεθαίνεις μέ τόν Χριστό καί όντως ανασταίνεσαι. Μέ τό νά μή λές «νά ναι ευλογημένο», μέ τό νά μή σηκώνεις αυτό πού επιτρέπει ο Θεός, μέ τό νά μήν παραδίδεσαι στόν Θεό, είναι σάν νά θέλεις νά μήν πεθάνεις σάν νά θέλεις νά ζήσεις. Καί είναι αυτό πού λέει ο Κύριος: Ός άν θέλη τήν ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν (Μάρκ. 8, 35). Εκείνος πού θέλει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει. Καί όλος ο καημός καί όλη η φροντίδα όλων τών ανθρώπων είναι νά μήν πάθουν τίποτε είτε πνευματικά τό πάρουμε είτε σωματικά. Καί τελικά χάνεις τήν ψυχή σου. Ός άν απολέση τήν ψυχήν αυτού ένεκεν εμού καί τού Ευαγγελίου, ούτος σώσει αυτήν. Ναί, τά πράγματα δέν είναι αστεία. Από δώ καί από κεί, περιθωριακά, μπορεί νά είμαστε χριστιανοί μέ τό νά κάνουμε καμιά ψευτοπροσευχή: «Θεέ μου, πάρε αυτό, πάρε εκείνο, διόρθωσε αυτό, διόρθωσε εκείνο, δώσε μας τούτο, δώσε μας τό άλλο». Δέν είναι αυτά σωστή σχέση μέ τόν Θεό. Εκείνο τό οποίο χρειάζεται είναι νά φθάσουμε εδώ, σ αυτό τό σημείο: «Γιά τήν αγάπη σου, Χριστέ μου, πρόθυμα νά πεθάνω. Γιά τήν αγάπη σου, νά ναι ευλογημένο, έτσι νά γίνει». Καί νά δεχθούμε τόν θάνατο αυτό πού ξέρει ο Κύριος νά φέρει μέσα μας πεθαίνουμε δηλαδή μέ τόν Χριστό. Καί, ώ τού θαύματος, τήν ώρα ακριβώς πού πεθαίνει κανείς, εκείνη τήν ώρα ανασταίνεται.

{«Θάλασσα τά έκανα»}

Πέρασε η ώρα θά σταματήσω. Νομίζω ότι δέν χρειάζεται νά πώ άλλα. Μαζί μέ όλα αυτά μπορεί κανείς νά σκεφθεί καί πολλά άλλα. Καί, άν θέλετε, νά υποβάλετε κάποιες ερωτήσεις, γιά νά διευκρινίσουμε καλύτερα μερικά πράγματα. Πάντως τά είπα μέ πάρα πολλή αγάπη. Καί άν τυχόν φάνηκα σκληρός, πιό πολύ μέ τόν εαυτό μου ήμουν σκληρός. Αυτά όλα, μόνο άν αγαπά κανείς, τά λέει. Αλλιώς, δέν λέγονται. Δέν έχεις τό κουράγιο νά τά πείς έτσι καί νά ζορίσεις τόσο πολύ τόν συνάνθρωπό σου. Τόν φέρνεις δηλαδή στό αμήν δέν έχει άλλο. Γιά, νά ακούσουμε, παρακαλώ, τίς ερωτήσεις.

(Δέν ακούγεται η ερώτηση)

Πάτερ: Καλά κάνετε καί υποβάλλετε μιά τέτοια ερώτηση. Συνήθως μπερδεύονται εδώ οι χριστιανοί. Έχω τήν ταπεινή γνώμη ότι κάθε φορά πού μιά σκέψη μας, μιά ενέργειά μας μάς ρίχνει σέ αδράνεια, κάποιο λάθος κάνουμε. Οπωσδήποτε κάνουμε κάποιο λάθος, καί επομένως νά μήν επαναπαυθούμε. Διότι, όσο περισσότερο αφήνομαι στόν Θεό, τόσο περισσότερο ζωντανεύω, δραστηριοποιούμαι. Όσο περισσότερο αφήνομαι στόν Θεό, τόσο δέν έχει επάνω μου καμιά εξουσία αυτό πού λέγεται ακεφιά, ακηδία, τεμπελιά, αδιαφορία. Όχι. Αυτά εξαφανίζονται. Εάν μάς κυριεύουν κάτι τέτοια, σημαίνει ότι κάπου δέν ενεργούμε σωστά.

Καί ήθελα τώρα, επειδή πήρατε λίγο τήν αρνητική πλευρά, νά πώ ότι μέ τά λόγια έτσι είναι, όπως τά είπαμε, αλλά στήν πράξη τά κάνουμε θάλασσα. Καί τότε όμως μπορούμε νά πούμε «νά ναι ευλογημένο». Μέ ποιά έννοια; Καθώς εμείς ακούσαμε αυτά τά πράγματα, ενθουσιαστήκαμε καί παίρνουμε τήν απόφαση: «Τώρα θά βάλω μπρός» κάπως έτσι. Καί αύριο πρωί, ή απόψε ακόμη πρίν κοιμηθούμε, μπορεί νά διαπιστώσουμε: «Θάλασσα τά έκανα». Αυτό μάς μειώνει, μάς ταπεινώνει. Μάς ταπεινώνει μέ τήν κακή έννοια μάς εκθέτει στά μάτια μας. Όταν όμως πούμε: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου. Καλά νά πάθω. Εγώ τά πήρα τά πράγματα εγωιστικά καί νόμισα ότι αμέσως κιόλας θά τά κάνω. Καλά μέ ταπείνωσες, καλά άφησες καί απέτυχα. Νά ναι ευλογημένο», τότε δέν χάνουμε τόν στόχο μας. Είναι δηλαδή όπως όταν πηγαίνουμε σέ κάποιον λόφο, στήν κορυφή τού οποίου υπάρχει ένα σημάδι. Από όπου κι άν πάμε, ακόμη κι άν χαθούμε, αυτό τό σημάδι τό βλέπουμε συνέχεια. Οπότε, δέν έχουμε κανέναν φόβο, ό,τι κι άν μάς συμβεί. Προχωράμε πρός τά εκεί.

Είναι πολλή ασφάλεια αυτό τό οποίο λέμε καί πολύ ξεκαθαρίζει τά πράγματα. Θά τό δεί κανείς στήν πράξη.

{Φορείς τής ζωής τού Χριστού}

Τώρα νά πώ κάτι ακόμη. Βλέπετε, όλος ο κόσμος κάνει λόγο γιά Θεό. Θεός υπάρχει μόνο στό πρόσωπο τού Χριστού, όχι έξω από τόν Χριστό. Δηλαδή εν σχέσει μέ εμάς καί εμείς εν σχέσει μέ τόν Θεό, άν ψάξουμε τόν Θεό ή άν κινηθούμε πρός τόν Θεό έξω από τόν Χριστό, νά ξέρουμε ότι θά φτιάξουμε έναν Θεό δικό μας. Καί αυτό είναι πού κάνουν όλοι οι λαοί οι Μουσουλμάνοι, τούτοι, οι άλλοι. Ο Θεός φανερώθηκε στό πρόσωπο τού Χριστού. Θέλεις νά βρείς τόν Θεό; Θά πιστέψεις στόν Χριστό. Έξω από τόν Χριστό δέν έχεις Θεό έχεις ένα κατασκεύασμα δικό σου.

Ένα αυτό. Ξέρουμε όμως εμείς τώρα στήν πράξη, μέσα δηλαδή από τήν πραγματικότητα γνωρίζουμε ότι καί αυτό δέν φθάνει. Όλοι μιλούν γιά τόν Χριστό. Έτσι όπως έγινε σήμερα, όλοι μιλούν γιά τόν Χριστό. Καί Προτεστάντες καί Καθολικοί Ακόμη καί οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά, μέ τόν τρόπο τους βέβαια, κάνουν καί αυτοί λόγο γιά τόν Χριστό. Οι δέ Προτεστάντες, πού είναι τριακόσιες μέ τετρακόσιες παραφυάδες, όλοι γιά τόν Χριστό μιλούν καί διαβάζουν όλοι τό Ευαγγέλιο. Όπως λοιπόν Θεός είναι αυτός πού μάς φανέρωσε ο Χριστός, έτσι Χριστός είναι αυτός πού μάς φανερώνει η Εκκλησία, η Ορθόδοξος Εκκλησία. Έξω από τήν Εκκλησία δέν έχεις αληθινό Χριστό, καί επομένως δέν έχεις αληθινό Θεό.

Καί τώρα θά τολμούσα νά πάω λίγο πιό πέρα. Καί μέσα στήν Εκκλησία χρειάζεται κανείς νά γεννηθεί πνευματικά από κάποιον πού έχει μέσα του τή ζωή τού Χριστού. Αυτό δέν είναι δική μου γνώμη. Άμα σκύψουμε εκεί στούς πατέρες, στούς αγίους, θά τά βρούμε αυτά. Όπως έλεγε ο Παστέρ, καθώς έκανε τά πειράματά του: «Πάν ζών εκ τού ζώντος». Έχετε υπ όψιν σας ότι παλιά οι άνθρωποι είχαν τή γνώμη πώς παρουσιάζεται αυτομάτως η ζωή. Όταν δηλαδή έβλεπαν ότι τό κρέας έβγαζε σκουλήκια, «νά την η ζωή, έλεγαν, βγήκε μόνη της». Καί ο Παστέρ έκανε πειράματα. Πήρε ένα κομμάτι κρέας, τό έβαλε μέσα σέ μιά γυάλα, από τήν οποία έβγαλε τόν αέρα, οπότε μαζί μέ τόν αέρα βγήκαν καί οι διάφοροι μικροοργανισμοί πού υπάρχουν στόν αέρα. Καί περίμεναν μετά στό κρέας νά εμφανιστούν σκουλήκια, αλλά δέν έπιανε σκουλήκια τό κρέας. Καί ο λόγος ήταν ότι, καθώς δέν υπήρχε αέρας, δέν υπήρχαν καί οι διάφοροι μικροοργανισμοί οι οποίοι κάθονται επάνω στό κρέας, καί βγαίνουν μετά από αυτούς τά σκουλήκια. Καί έβγαλε τό συμπέρασμα ο Παστέρ: «Πάν ζών εκ τού ζώντος. Οmnes vivum ex vivum». Κάθε ζωντανό από ζωντανό γεννιέται δέν βγαίνει τίποτε μόνο του.

Αυτό ισχύει καί μέσα στήν Εκκλησία. Δέν φθάνει απλώς νά είναι κανείς στήν Εκκλησία, νά πηγαίνει στήν εκκλησία. Μπορεί κανείς νά εκκλησιάζεται τακτικά, νά ακούει κηρύγματα. Όλοι εσείς τώρα ακούσατε αυτά πού είπαμε απόψε, καθένας όμως μόνος του θά πάρει όσα θέλει, θά καταλάβει όσα θέλει, θά τά εφαρμόσει όπως θέλει. Καί τελικά τί γίνεται; Τί κάνουμε;

Γι αυτό μέσα στήν Εκκλησία, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, ο Κύριος έδωκε όχι απλώς τό Ευαγγέλιο αλλά τούς μέν αποστόλους, τούς δέ προφήτας, τούς δέ ευαγγελιστάς, τούς δέ ποιμένας καί διδασκάλους, πρός τόν καταρτισμόν τών αγίων (Εφ. 4, 11-12). Δέν είναι δηλαδή, όπως εμείς τό βλέπουμε, οι εφημέριοι ο κλήρος απλώς γιά νά κάνουν τίς ακολουθίες, γιά νά λειτουργήσουν, καί εμείς νά πάμε νά λειτουργηθούμε. Καλό καί άγιο αυτό, αλλά δέν αρκεί. Ούτε είναι ο ιερέας απλώς γιά νά μάς κάνει τή βάπτιση ή τά άλλα μυστήρια. Εκείνο τό οποίο χρειάζεται είναι εμείς, ως ποίμνιο, νά έχουμε τή διάθεση, καί ο ιερέας, ως ποιμήν αληθινός, νά μάς καταρτίζει.

Καί αυτό όχι μέ τήν έννοια ότι ξέρει μερικά πράγματα καί νά μάς τά πεί. Οι απόστολοι είχαν ακούσει πολλά πράγματα από τόν Χριστό καί είχαν δεί κιόλας πολλά, αλλά μία φορά μόνο δοκιμαστικά τούς έστειλε ο Χριστός νά κηρύξουν (Βλ. Ματθ. 10, 5-15), άλλη φορά δέν τούς έστειλε, ενόσω ήταν μαζί τους. Καί άν ήμασταν εμείς τότε, θά τού κάναμε καί παρατηρήσεις: «Ο κόσμος χάνεται, καί εσύ τούς κρατάς αυτούς τούς δώδεκα κοντά σου, πάς καί έρχεσαι μαζί τους. Στείλε τους επιτέλους νά κηρύξουν». Όχι. Θά έρθουν όλα στήν ώρα τους.

Καί αφού ήρθε η Πεντηκοστή καί έλαβαν οι απόστολοι τό Πνεύμα τό Άγιο, καί δέν ήταν απλώς αυτοί μέ τήν καλή διάθεση ή αυτοί πού απλώς έμαθαν καί ήξεραν μερικά πράγματα, αλλά ήταν φορείς πλέον τής ζωής τού Χριστού, τότε πήγαν καί κήρυξαν. Καί δέν κήρυτταν απλώς τό Ευαγγέλιο, αλλά τό Ευαγγέλιο αυτό ήταν ζωή μέσα τους, καί οι λέξεις έβγαιναν μαζί μέ αυτό πού είχαν μέσα τους αυτό πού κρύβουν οι λέξεις. Ναί μέν τό Ευαγγέλιο είναι κήρυγμα χωρίς κήρυγμα δέν γίνεται είναι αλήθειες, αλλά συγχρόνως οι απόστολοι παρέδιδαν τή ζωή τού Ευαγγελίου, τή ζωή αυτής τής αποκαλύψεως. Καί οι διάδοχοι αυτών στούς άλλους, καί οι διάδοχοι εκείνων στούς άλλους, καί μέχρι σήμερα. Καί σήμερα λοιπόν μέσα στήν Εκκλησία αυτό πρέπει νά γίνεται, καί νά μήν αρκούμαστε μόνο σέ κάποια τυπικά πράγματα, καί τελικά ο καθένας γίνεται αφεντικό στόν εαυτό του.

{Οι πάντες οφείλουμε νά μαθητεύσουμε μέσα στήν Εκκλησία}

Όπως σάς είπα, δέν έχω διάθεση νά σάς στενοχωρήσω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Καθένας τώρα θά γυρίσετε στό σπίτι σας. «Καλά τά είπε ο πάτερ», θά λέτε, αλλά από αυτά όσα θέλετε θά κρατήσετε, καί νά δούμε πώς θά τά καταλάβετε καί πώς θά τά εφαρμόσετε. Άν όμως κανείς τό πάρει ζεστά καί αρχίσει νά μαθητεύει, τότε γίνεται εργασία στήν ψυχή. Άλλο είναι νά είσαι ακροατής μέσα σέ ένα σχολείο πάει κανείς, ακούει απλώς, όσα έμαθε έμαθε, όσα κατάλαβε κατάλαβε, καί τέλειωσε. Κάτι θά γίνει βέβαια δέν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά δέν αρκεί αυτό πρέπει νά γίνει μαθητής: νά καθίσει σπίτι, νά διαβάσει τό μάθημα, νά πάει τήν άλλη μέρα, νά τόν εξετάσει ο καθηγητής, νά ελέγξει τήν εργασία του καί μπορεί νά τού πεί: «Παιδί μου, δέν τό κατάλαβες καλά αυτό». Καί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά μαθαίνει. (Είναι μαθητής όμως, όχι απλώς ακροατής.) Όποιος έχει διάθεση, όποιος έχει καί μερικά δεδομένα γιατί δέν μπορούν όλοι νά μάθουν γράμματα μαθαίνει. Αλλά όλοι μπορούν νά γίνουν άγιοι. Δέν εξαιρείται κανείς. Καθένας όμως πρέπει νά μαθητεύσει. Δέν είναι τυχαίο πού οι μαθηταί τού Χριστού λέγονταν μαθηταί. Μαθήτευσαν. Καί οι πάντες οφείλουμε νά μαθητεύσουμε μέσα στήν Εκκλησία.

Νά μαθητεύσουμε όχι απλώς μέ τήν έννοια νά ακούσουμε μερικά πράγματα, νά μάθουμε μερικά πράγματα, αλλά γιά νά γίνουμε μέτοχοι τής ζωής τού Χριστού. Αυτό σημαίνει παράδοση, βαθύτερα καί ουσιαστικότερα, μέσα στήν Εκκλησία. Δηλαδή όλος ο χριστιανισμός παραδίδεται ως ζωή, πού η ζωή αυτή έχει καί τό κήρυγμα καί όλα τά άλλα, αλλά πάντως παραδίδεται ως ζωή: παραδίδονται βιώματα, παραδίδεται η καινούργια κατάσταση, η θεϊκή ζωή. Μέ αυτή τήν έννοια πρέπει νά μαθητεύσει κανείς. Νά μαθητεύσει υπομονετικά καί πάλι καί ξανά.

Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι στήν πράξη νά μαθητεύεις καί νά έρθει η ώρα νά σού πεί ο άνθρωπος στόν οποίο μαθητεύεις: «Κοίταξε, ήρθε η ώρα νά σού πώ μερικά πράγματα, πού μέχρι τώρα δέν σού τά έλεγα, γιατί δέν τά σήκωνες, δέν θά τά καταλάβαινες, δέν θά τά ανεχόσουν. Μπορεί καί νά τό έβαζες στά πόδια. Λοιπόν, ο τρόπος πού σκέπτεσαι, ο τρόπος πού ενεργείς, ο τρόπος πού καταλαβαίνεις, ο τρόπος πού τά παίρνεις τά πράγματα, πρόσεξε, έχει αυτό τό λάθος, έχει εκείνο τό λάθος». Καί θά περάσει κρίση κανείς. Αλλά άμα έχει διάθεση νά πεί: «Νά ναι ευλογημένο. Εγώ αυτό θέλω, νά μού φανερώσουν τά τής ψυχής μου», σιγά-σιγά, σιγά-σιγά ανοίγει η ψυχή, ανοίγει ο δρόμος καί όλα πάνε καλά.

Δέν έχω τήν παραμικρή αμφιβολία ότι, άν έτσι τά πάρετε τά πράγματα, είναι όλα απλά καί όλα εύκολα. (Στή Μητρόπολη Σερρών είχα κάνει μιά ομιλία, παίρνοντας αφορμή από τήν παραβολή τού ασώτου υιού, μέ τίτλο «Όλα απλά, όλα εύκολα».) Ναί, όλα απλά καί όλα εύκολα. Καί μή μού πείτε: «Εσύ, πάτερ, ζείς έξω από τόν κόσμο καί δέν ξέρεις». Όχι, δέν είναι έτσι. Καί εγώ ξέρω από τόν κόσμο. Όπως κάπου είπα σήμερα, έμεινα κάποτε δύο χρόνια στό κρεβάτι ακίνητος καί έβαζα τό πιάτο πάνω στό στήθος καί έτρωγα. Δύο χρόνια. Δηλαδή καί ο ίδιος πέρασα ορισμένα πράγματα, πέρασα μέσα από τή ζωή. Αλλά καί καθώς κάθε μέρα έχω νά κάνω μέ ανθρώπους, γνωρίζω τά προβλήματα τού κόσμου.

Επομένως, όλα αυτά πού λέμε δέν τά λέμε σάν νά είμαστε έξω από τήν πραγματικότητα. Καί όταν φθάνουμε στό σημείο νά πούμε «όλα απλά, όλα εύκολα», δέν τό λέμε έτσι, σάν νά πετάμε απλώς κάποιες λέξεις. Είναι δύσκολα, έως ότου ο άνθρωπος νά πεί «νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου». Άμα πεί «νά ναι ευλογημένο», όλα απλά καί όλα εύκολα. Αυτό όμως μήν προσπαθείς νά τό καταλάβεις μέ τό μυαλό. Άσε τόν Θεό νά τό κάνει. Καί θά τό κάνει. Καί θά τό ζείς μετά καί θά λές: «Μά έτσι ήταν;» Ναί, έτσι ήταν.

{Δέν υπάρχει τίποτε πού δέν δουλεύει υπέρ τής ψυχής μας}

Ερώτηση: Μέ όλα αυτά πού μάς είπατε, γίνεται κατανοητό καί τό τού αποστόλου Παύλου: Τοίς αγαπώσι τόν Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν (Ρωμ. 8, 28).

Πάτερ: Έτσι είναι. Δέν υπάρχει τίποτε πού δέν δουλεύει υπέρ τής ψυχής μας. Τά πάντα είναι γιά τό καλό μας, ακόμη καί μιά πτώση, εφόσον ναί μέν ως άνθρωπος έπεσες, αλλά αμέσως τρέχεις στόν Θεό χωρίς νά απογοητεύεσαι ούτε νά θυμώνεις. Γιατί υπάρχουν μερικοί πού αρχίζουν: «Άχ, Θεέ μου, εγώ προσευχήθηκα, έκανα τούτο, έκανα εκείνο, καί εσύ δέν μέ κράτησες καί μέ άφησες νά πέσω;» Όχι. Πές: «Νά ναι ευλογημένο». Λέγοντας «νά ναι ευλογημένο» είναι σάν νά λές: «Καλά νά πάθω. Μού άξιζε. Μού χρειαζόταν αυτό, νά πέσω, νά σπάσω τά μούτρα μου, γιατί είχα πάρει αέρα ότι εγώ προχώρησα». Λές «νά ναι ευλογημένο» καί, καθώς ταπεινώνεσαι, λυτρώνεσαι αμέσως.

Είναι ακριβώς αυτό πού λέει ο Δαβίδ. Κάτι άλλο βέβαια εννοεί εκεί, αλλά όμως μάς χρειάζεται: Εταπεινώθην καί έσωσέ με (Ψαλμ. 114, 6). Μόλις ταπεινώθηκα, μέ έσωσε ο Κύριος. Αλλού λέει: Αγαθόν μοι ότι εταπείνωσάς με (Ψαλμ. 118, 71). Ήταν σωτήριο γιά μένα πού μέ ταπείνωσες (διά τών θλίψεων).

(Ακολουθεί άλλη ερώτηση, πού όμως δέν ακούγεται καθόλου.)

Πάτερ: Θά δούμε τί συνέβη, τί πάθαμε, καί αμέσως νά πούμε: «Νά ναι ευλογημένο, Θεέ μου. Ξαναβάζω αρχή». Καί πάλι καί πάλι. Χρειάζεται πολλές φορές νά βάλει αρχή κανείς. Άν χρειαστεί, χίλιες φορές τήν ημέρα. Όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος, χίλιες φορές άν πέσεις, πάλι νά σηκωθείς, καί νά μήν αποκάμεις, νά μήν κουραστείς. Αυτό θέλει ο Θεός. Άμα βρεί τέτοιον άνθρωπο ο Θεός, τελείωσε, τόν αγιάζει. Αλλά εμείς είμαστε ιδιοτελείς καί θέλουμε νά περισώσουμε τόν εαυτό μας. Δέν γίνεται έτσι.

Πέρασε όμως η ώρα. Νά βάλω σέ όλους σας μετάνοια, άν σάς κούρασα, άν σάς στενοχώρησα. Καί εύχομαι όλους νά μάς αξιώσει ο Θεός κάποτε νά αποφασίσουμε νά μπούμε σ αυτόν τόν δρόμο. Άς είναι στενούτσικος, άς είναι λίγο ζόρικος. Εμείς θά προσευχόμαστε γιά σάς, εσείς γιά μάς, καί ξέρει ο Θεός. Δέν κάνει λάθος ο Θεός. Ξέρει ποιοί είμαστε πρίν κάν έρθουμε στόν κόσμο αυτόν καί, γιά νά μάς κάνει χριστιανούς, σημαίνει πώς γνωρίζει ότι μπορούμε νά φθάσουμε μέχρι τό τέλος, αρκεί εμείς νά υποταχθούμε σ αυτόν. «Νά ναι ευλογημένο», λοιπόν.