Μετά την συνουσία με τη γυναίκα σου δεν τολμάς να προσευχηθείς

21418
eorti-agiou-simeon-tou-neou-theologou

Εσύ βέβαια, μετά την συνουσία με τη γυναίκα σου δεν τολμάς να , αν και αυτό δεν είναι καθόλου αμάρτημα.

Μετά όμως από λοιδορία και ύβρη, που είναι πράξεις άξιες για να στείλουν κάποιον στη γεέννα, πριν καθαρίσεις καλά τον εαυτό σου, υψώνεις τα χέρια σου για να προσευχηθείς; Και πως δεν φρίττεις; Πες μου.

Δεν άκουσες τον Παύλο που λέγει ότι «ο γάμος είναι άξιος τιμής από εμάς και το κρεβάτι του γάμου καθαρό από μολυσμό;»

Αν λοιπόν όταν σηκώνεσαι από το αμόλυντο αυτό κρεβάτι του γάμου, δεν τολμάς να προσευχηθής, πως επικαλείσαι εκείνο το φρικτό και φοβερό όνομα του Θεού, όταν έρχεσαι από διαβολικό κρεβάτι;

Διότι πράγματι, διαβολικό κρεβάτι είναι το λούσιμο μέσα στις ύβρεις και τις λοιδορίες.
()

Ώστε οποιοσδήποτε τρώγει τον άρτον αυτόν και πίνει το ποτήριον της κοινωνίας του Κυρίου αναξίως, θα είναι ένοχος δι’ ασέβειαν και βεβήλωσιν, την οποίαν αποτολμά εις το σώμα και το αίμα του Κυρίου.

Άς εξετάζη δε κάθε άνθρωπος με προσοχήν τον εαυτόν του και αφού προετοιμασθή με την εξέτασιν αυτήν, τότε άς τρώγη από τον καθαγιασμένον άρτον και άς πίνη από το καθαγιασμένον ποτήριον.

Διότι εκείνος, που τρώγει και πίνει αναξίως από τον καθαγιασμένον άρτον και οίνον, τρώγει και πίνει κατάκριμα και καταδίκην εις τον εαυτόν του, επειδή δεν κάνει διάκρισιν του σώματος και του αίματος του Κυρίου, αλλά μεταχειρίζεται και τρώγει ταύτα, σαν να ήσαν κοιναί τροφαί.

Διότι δε αναξίως και χωρίς δοκιμασίαν του εαυτού σας τρώγετε και πίνετε το σώμα και το αίμα του Κυρίου, δι’ αυτό υπάρχουν μεταξύ σας πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και απέθαναν αρκετοί.

Διότι, εάν ανεκρίναμεν και εξετάζαμεν με φόβον Θεού τον εαυτόν μας προτού να προσέλθωμεν εις την θείαν Κοινωνίαν, δεν θα κατεδικαζόμεθα από τον Θεόν με αυτού του είδους τας τιμωρίας. (Α Κορ. ΙΑ: 27-31).

Ελθέ ον επόθησε και ποθεί η ταλαίπωρός μου ψυχή, ελθέ ο μόνος προς μόνον, ότι μόνος ειμί καθάπερ οράς! Ελθέ ο χωρίσας εκ πάντων και ποιήσας με μόνον επί της γης, ελθέ ο γενόμενος πόθος αυτός εν εμοί και ποθείν σε ποιήσας με τον απρόσιτον παντελώς!

Ελθέ η πνοή μου και η ζωή, ελθέ η παραμυθία της ταπεινής μου ψυχής, ελθέ η χαρά και η δόξα και η διηνεκής μου τροφή!
()