Το μοιρολόι της Παναγιάς: Σήμερα μαύρος ουρανός

1809

: Σήμερον μαύρος Ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Κι’ η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της, τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.

Φωνή της ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:

-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες, το γιο σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε, και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραγνάνε.

-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια. Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.

-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.

-Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια, το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του, να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.

Κι’ η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη, σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο για να της ερθ’ ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι’ όταν της ηρθ’ ο λογισμός, κι’ όταν της ηρθ’ ο νους της, ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει, ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.

-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες

Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.

Λάβε, κυρά μ’ υπομονή, λάβε, κύρά μ’ ανέση.

-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση, που έχω υιόν μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Κι’ η Μάρθα κι’ η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα και του Ιακώβου η αδερφή, κι’ οι τέσσερες αντάμα, επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.

Κι’ η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της. Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει, τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,

-Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου, μην είδες τον Υγιόκα μου και τον Διδάσκαλόν σου;

-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω. Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο, οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο, οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι; Αυτός είναι ο Γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου!

Κι’ η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.

-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;

-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις· μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι, που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες, τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια, σημαίνει κι’ η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.

Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι’ όποιος το λέει αγιάζει, κι’ όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει, Παράδεισο και λίβανο απ’ τον Άγιο Τάφο.

Αφήγηση: Μελίνα Μποτέλλη

Ερμηνεύει ο Ελληνικός Βυζαντινός Χορός υπό τη διεύθυνση του Άρχοντος Πρωτοψάλτου Γρηγορίου Παπαεμμανουήλ, στον Ιερό Καθεδρικό Ναός της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 18 Μαρτίου 2018.