Τι γιορτάζουμε στα Εισόδια της Θεοτόκου;

1691

Το γεγονός της εισόδου της Κόρης της Ναζαρέτ στο ναό δεν μνημονεύεται στην Καινή Διαθήκη.

Βέβαια, δεν είναι η μοναδική περίπτωση, γιατί ούτε και το γενέθλιον της Θεοτόκου Μαρίας αναφέρεται αλλ’ ούτε και η Κοίμησή της.

Έτσι, δεν αποτελεί θεολογικό ή λειτουργικό ατόπημα της Εκκλησίας η καθιέρωση εορτών και η σύνταξη ακολουθιών σχετικών με τα πιο πάνω γεγονότα. Άλλωστε, στις σελίδες της Καινής Διαθήκης ένα μέρος της Θείας Αποκάλυψης περιέχεται, το οποίο στις πλείστες των περιπτώσεων περιστασιακά καταγράφηκε.

Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των θείων αληθειών παραδόθηκε «διά ζώσης» στην Εκκλησία.

Έτσι, η Εκκλησία είναι ο ανάδοχος σύνολης της θείας αποκάλυψης, γι’ αυτό και αυτή η Εκκλησία αποτελεί την Κιβωτό, η οποία «ανέκαθεν αχράντως πεφυλαγμένον» διακρατεί το μυστήριο της παρακαταθήκης του Θεού προς τους ανθρώπους. Επομένως, όσα η Εκκλησία διδάσκει και εντέλλεται, αυτά αποτελούν θεοπρεπείς πράξεις.

Η εορτή, λοιπόν, των Εισοδίων της Θεοτόκου αποτελεί πράξη της Εκκλησίας, η οποία, όχι μόνο δεν αντίκειται στο έργο της Νέας Οικονομίας, αλλά αντίθετα συνάδει και συλλειτουργεί με αυτό.

Έτσι, το βαθύτερο νόημα της εισόδου της τριετούς Παιδίσκης του Ιωακείμ και της Άννας στο ναό, δεν αποτελούσε την εκπλήρωση ενός τάματος της λύσης του ονειδισμού της ατεκνίας, αλλά εγκαινίαζε το μεγάλο κεφάλαιο της σωτηρίας των ανθρώπων. Η ατεκνία των γεννητόρων της Παναγίας ήταν μέσα στο σχέδιο του Θεού, ώστε η Μαρία να άποτελέσει τον καρπό της δωρεάς των γονιών της προς το Θεό.

Αλλά και η είσοδός της στο ναό, παρά τους αμφίβολους λογισμούς πού μπορεί να προκαλεί στους πολλούς, οι οποίοι σκέπτονται γήινα και «αλλοτριόφρονα», αποτελεί το «προοίμιο της μελλούσης επισκιάζειν αυτή θείας χάριτος», όπως δηλώνει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός. Και προσθέτει: «Τις έγνω τοιούτον πώποτε; Τις είδεν η τις ήκουσεν των νυν ή των πάλαι, θήλυ προσαγόμενον εις τα των αγίων ενδότερα άγια;».

Ασφαλώς, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, η τριετίζουσα Κόρη προσέρχεται, για να αφιερωθεί στο ναό, για να αποβεί «ο καινότατος και καθαρώτατος και αμόλυντος τόμος, ου χειρί γραφησόμενος, αλλά πνεύματι χρυσοθησόμενος». Και τούτο έπρεπε, κατά τη θεία τάξη, να προηγηθεί, γιατί ένα πράγμα είναι δυνατό να σταθεί ως ακατόρθωτο γεγονός στον παντοδύναμο Θεό, το «συνελθείν αυτώ (τω Θεώ) τω ακαθάρτω», λέγει ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς.

Επομένως, αν ο Θεός, όχι από αδυναμία, αλλά εξαιτίας της φύσης του αδυνατεί να επικοινωνήσει με το ακάθαρτο, πόσο μάλλον αμόλυντη και καθαρότατη έπρεπε να είναι η Παρθένος Μαρία, προκειμένου ο Υιός και Λόγος του Θεού να δανειστεί τα άσπιλα αίματά της και να αναπλάσει «διά Πνεύματος Αγίου αυτός δι’ εαυτόν» την ανθρώπινή του φύση;

Δίκαια, λοιπόν, η γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου αποκαλείται «θειοτάτη πανήγυρις» αλλά και ευλόγα η Υπεραγία Θεοτόκος ανυμνείται ως «θεοκαλλώπιστον ηγιασμένον» δώρο του Κυρίου.

Όσον αφορά στο πότε καθιερώνεται από την Εκκλησία η εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου δεν ύπάρχει σαφής είδηση. Δεν αποκλείεται, όμως, η εορτή αυτή να συνδέεται με την ίδρυση από τον Ιουστινιανό ναού στο λόφο Μορία, νότια του ναού του Σολομώντος, σε ρυθμό βασιλικής, αφιερωμένου στην «Αγία Μαρία».

Ο ναός αυτός εγκαινιάστηκε το 543 μ.Χ. Έτσι, η λειτουργία του φαίνεται ότι συνδέθηκε σύντομα με το γεγονός των Εισοδίων της Θεοτόκου, γι’ αυτό και στη συνέχεια καθιερώνεται η εν λόγω εορτή. Δυστυχώς, ο ναός αυτός από τον 7ο αιώνα με την κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Άραβες μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος.

Το ότι η πράξη της εισόδου της Παναγίας στο ναό διασώθηκε σε κάποιο από τα απόκρυφα κείμενα, το οποίο ονομάζεται «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» και το οποίο, βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία ενστερνίστηκε και τις ιδέες ενός αποκρύφου κειμένου. Απλά, το απόκρυφο αυτό κείμενο διέσωσε την πληροφορία της εισόδου της Παναγίας στο ναό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το εν λόγω κείμενο εισηγείται και την εορτή της.

Αυτό πού έχει πάντως σημασία είναι ότι η εορτή των Εισοδίων στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός, και αυτή η εορτή αρχίζει να καθιερώνεται μέσα στη ζωή της Εκκλησίας μας από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Αναφορές βρίσκουμε στον άγιο Σωφρόνιο Ιεροσολύμων, στον άγιο Ανδρέα Κρήτης, και Πατέρες της Εκκλησίας εκφωνούν τον 8ο αιώνα πανηγυρικούς λόγους κατά την εορτή των Εισοδίων.

Γι’ αύτό και σ’ ένα θαυμάσιο εγκωμιαστικό λόγο, εξαιτίας της εισόδου της Παναγίας στο ναό, ο Πατριάρχης Γερμανός ικετεύει: «Αλλ’, ω μοι Δέσποινα, μόνη το εμόν εκ Θεού ψυχαγώγημα, του εν εμοί καύσωνος η θεία δρόσος, της ξηρανθείσης μου καρδίας η θεόρρυτος ρανίς, της ζοφεράς μου ψυχής η τηλαυγεστάτη λαμπάς, της εμής πορείας η ποδηγία, της ασθενείας μου η δύναμις, της γυμνώσεως η αμφίεσις, της πτωχείας ο πλούτος, το των ανιάτων τραυμάτων το ίαμα, η των δακρύων αναίρεσις, των στεναγμών η κατάπαυσις, των συμφορών η μεταποίησις, των οδυνών ο κουφισμός, των δεσμών η λύσις, της

pemptousia.gr