Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με: – Παππού, βοήθησέ με.
– Mωρέ πολύ τρομαγμένος φαίνεσαι. Τι έχεις, παιδί μου;
– Ε, να Γέροντα. Ο πειρασμός δεν με αφήνει ήσυχο. Και στον ύπνο, αλλά και φανερά ξύπνιο με πολεμά.
Στον ύπνο φωνές, απειλές. Στην αγρυπνία το ίδιο. Μόλις αρχίσω τον κανόνα μου χτυπά την πόρτα, ακούω άγριες φωνές, απειλές. Από τον φόβο μου τρέμω σαν ψάρι. Που να πάω να γλυτώσω!
– Μωρέ, εσύ μεγάλος αγωνιστής είσαι. Σε κατάλαβε ο σατανάς και γελά μαζί σου. Όταν λέμε «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ο πειρασμός κατακαίεται, μόνο που ακούει το όνομα του Χριστού. Πάση θυσία μηχανεύεται να μας καταφέρει να σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ιδέες, περισπασμούς, και ο,τι άλλο φανταστείς.
Μόνον ευχή να μη λέμε.
Εσένα σε βρήκε δειλό. Σου λέει, η σταματάς την ευχήν η μπαίνω να σε σκοτώσω. Εσύ… το΄ χαψες. Βρε μην τον φοβάσαι, είναι ψεύτης. Ούτε τρίχα δεν θα μας πειράζει αν δεν έχει την άδειαν από πάνω. Ο Θεός τον αφήνει για να σε γυμνάσει. Εμάς με τον Γέροντα (τον συνασκητή του Ιωσήφ τον Ησυχαστή και Σπηλαιώτη) μας έκαμε άλλα γυμνάσια ανώτερα. Μέχρι και ξύλο φάγαμε απ΄ αυτόν τον καταραμένον. Όμως, εμείς δεν είμασταν δειλοί όπως εσύ.
Όταν ερχόταν ο πειρασμός, εμείς ελέγαμε την ευχή…με όλην μας την ψυχή. Εδίναμεν όλον τον εαυτόν μας στον Θεόν. Η ευχή έτρεχε γρήγορα αλλά και καθαρά. Ο νούς μας κολλούσε στο νόημα της ευχής. Κολλούσαμε στην προσευχή, στον Χριστό μας.
Ερχόταν μέσα μας γαλήνη, χαρά, δάκρυα. Και τότε… ο πειρασμός άφαντος. Του λέγαμε και ευχαριστώ.