Ο Πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας

4732

Πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας: Ο αν­θρω­πος χρει­α­ζε­ται να ψη­λα­φη­σει και να ε­ναγ­κα­λι­σθεί. Χρει­α­ζε­ται ε­νω­πιον κα­ποι­ου να κλα­ψει, κα­ποι­ος να βα­στα­ξει το πε­ρι­ε­χο­με­νο της καρ­διάς που κε­νω­νε­ται, κα­ποι­ος να τον βε­βαι­ω­σει με φω­νη ε­ναρ­θρη ο­τι α­γα­πι­ε­ται Θε­ι­κα.

Να στα­θεί μπρο­στα σε δυ­ο μα­τια χρει­α­ζε­ται, ε­να βλεμ­μα να τον εν­το­πι­σει α­γω­νιά, για να μην νοι­ω­θει μο­νος, να αι­σθαν­θεί ο­τι α­να­ζη­τι­ε­ται. Σε κα­τα­στα­σεις προ­σω­πι­κού συν­τριμ­μου και α­πω­λειας, σε στιγ­μες ε­πω­δυ­νης αυ­το­γνω­σι­ας, σε συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ζω­ης ρη­μαγ­με­νης στα σκο­τα­δια, δεν αρ­κεί το πα­ρα­δειγ­μα βι­ο­της των α­γι­ων -για το πως ο Θε­ος τους συγ­χω­ρε­σε- για να σε στη­ρι­ξει. Θε­λεις χε­ρι σαρ­κι­νο ν’ α­πλω­θεί και να σ’ α­κουμ­πη­σει, να σ’ α­νορ­θω­σει προ­σω­πι­κα.

Γι’ αυ­την μας την α­ναγ­κη ο Θε­ος μας χα­ρι­ζει ε­ναν ο­ρα­το και συμ­μορ­φο συ­ναν­θρω­πο για να φα­νε­ρω­νει Ε­κεί­νον. Μας χα­ρι­ζει τον πνευ­μα­τι­κο πα­τε­ρα και την πνευ­μα­τι­κη σχε­ση μας μ’ ε­κεί­νον. Μια σχε­ση που δεν μπο­ρεί να ε­ξαν­τλεί­ται στην α­πλη ε­ξα­γο­ρευ­ση των α­μαρ­τι­ων και στην πα­ρε­χο­με­νη συγ­χω­ρη­ση.

Το χα­ρι­σμα της πνευ­μα­τι­κης πα­τρο­τη­τας, ο­ρα­το ε­κτυ­πω­μα της Θε­ι­κης, δεν βρι­σκε­ται στην τε­λε­τουρ­γι­κη συγ­χω­ρη­ση των α­μαρ­τι­ων ο­σο στην κο­πι­ω­δη και θυ­σι­α­στι­κη συ­νο­δοι­πο­ρι­α.

Στον τρο­πο που θα α­να­δε­χθείς την ζω­η του αλ­λου, ο­χι για να δι­ευ­θυ­νεις την συ­νεί­δη­ση του, αλ­λα για να τον γεν­νη­σεις ε­νη­λι­κα και ε­λεύ­θε­ρο σε μι­α προ­σω­πι­κη σχε­ση με τον Πα­τε­ρα Θε­ο.

Ο πνευ­μα­τι­κος πα­τε­ρας δεν ει­ναι (μο­νο) α­πορ­ριμ­μα­το­δο­χεί­ο, ει­ναι ε­νας ε­ρα­στης και προ­φη­της! Το α­πορ­ριμ­μα­το­δο­χεί­ο πολ­λες φο­ρες βο­λεύ­ει, ει­ναι ευ­κο­λο­τε­ρο, δεν χρει­α­ζε­ται σχε­ση α­πλως υ­πο­χρε­ω­ση, το χρη­σι­μο­ποι­εις. Το αλ­λο ο­μως, το ε­ρα­στης και προ­φη­της, χρη­ζει αμ­φι­πλευ­ρης συ­νερ­γειας, σχε­σης α­να­γω­γι­κης, θε­λη­μα­τι­κης συ­νε­πειας.

Ο ε­ρα­στης ποι­με­νας α­να­βει φω­τι­ες α­γα­πης στις καρ­δι­ες, ε­χον­τας ο ι­διος πριν α­να­φλε­χθεί α­π’ αυ­την. Ει­ναι ε­ρα­στης για­τι με­σα α­πο τον τρο­πο και την ζω­η του ο Θε­ος κα­τα­δι­ω­κει και πο­λι­ορ­κεί ε­σε­να, τον κα­θε αν­θρω­πο.

Ε­ρα­στης για­τι γνω­ρι­ζει ν’ α­πο­τρα­βι­ε­ται, να σ’ α­γα­πα στην αι­ω­νι­ο­τη­τα σου κι ο­χι μο­νο στο πα­ρον σου. Ε­ρα­στης, για συ­νε­χη υ­πο­μνη­ση ο­τι ο Θε­ος δεν ψα­χνει σκλα­βους, ε­ρω­με­νες καρ­δι­ες α­να­ζη­τα. Ε­ρα­στης για­τι δεν σε α­πο­δε­χε­ται ε­πι­λε­κτι­κα, για­τι ε­πι­με­νει να φυ­σα τις καμ­πι­ες της α­σχη­μιας σου προ­σμε­νον­τας πε­τα­λού­δες να γε­νούν.

π. Βασίλειος Χριστοδούλου