Χριστός: Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση του Γιώργη, ενός σχεδόν ολοκληρωτικά τυφλού, όπως τη διηγούνται τα εγγόνια του παπά Γιάννη, τα οποία ζουν σήμερα.
Ο άνθρωπος αυτός κάθε μήνα ξεκινά από το Σέλινο, όπου ζει, και παίρνει το δρόμο για το Γεράνι. Φτάνει στο σπίτι του παπά και χτυπά την πόρτα.
Πάντα τον περιμένει εκεί ζεστή φιλοξενία, η δυνατότητα να πλυθεί και να φορέσει καθαρά ρούχα καθώς και ένα πιάτο ζεστό φαγητό. Κι η παπαδιά «ανασκουμπώνεται» και πλύνει τα ρούχα του ταλαίπωρου επισκέπτη τους ώστε να είναι έτοιμα για την ώρα που θα θελήσει να φύγει.
Κατά κανόνα ο Γιώργης μένει εκεί το βράδυ και την επόμενη μέρα παίρνει το δρόμο της επιστροφής για το χωριό του «φορτωμένος» με τρόφιμα και εφόδια για να «περάσει», μέχρι την επόμενη επίσκεψή του στο σπίτι του ελεήμονα παπά Γιάννη.
«Παπά Γιάννη, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος αυτός, όντας τυφλός, να βρίσκει το δρόμο και να έρχεται στο σπίτι μας από τόσο μακριά;» τον ρωτά η παπαδιά μετά την αναχώρηση του Γιώργη.
«Πώς βρίσκει το δρόμο και, κυρίως, πώς δεν παθαίνει κανένα ατύχημα στο δρόμο;»
«Ο Χριστός μας τον φέρνει, παπαδιά» της απαντά ο γέροντας. «Μπορεί τα φθαρτά υλικά μάτια του να μην βλέπουν παρά ελάχιστα. Επειδή όμως έχει αγαθή ψυχή και είναι βασανισμένος άνθρωπος, ο Θεός ενδυναμώνει τα μάτια της ψυχής του.
Ο Χριστός τον παίρνει από το χέρι και τον οδηγεί. Το σπίτι μας είναι σαν το φάρο μες στην τρικυμία της ταλαίπωρης ζωής του.
Τα μάτια της αγνής ψυχής του βλέπουν το φως του φάρου και τον κατευθύνουν προς αυτό. Κι ο Χριστός είναι ο φύλακας άγγελος που απομακρύνει από το Γιώργη κάθε κίνδυνο.
Είναι Θεόσταλτος ο Γιώργης. Γι αυτό πρέπει πάση θυσία να τον βοηθούμε περισσότερο, ίσως, από οποιονδήποτε άλλο που έρχεται στην πόρτα μας».
Εκτός από το Γιώργη, ο ιερέας του Θεού είναι σε καθημερινή επαφή με τους φτωχούς και κατατρεγμένους και καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για την ανακούφιση του πόνου τους. Εφαρμόζει χωρίς ιδιοτέλεια τη ρήση του Χριστού: «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται».
«Σε παρακαλώ, παπαδιά, στο μεγάλο δωμάτιο να είναι πάντα το τραπέζι στρωμένο με ό,τι φαγητό διαθέτουμε» παραγγέλλει στην πρεσβυτέρα του «για να βρίσκει ο περαστικός κάτι να χορτάσει την πείνα του».
Πιστή στην εντολή και επιθυμία του και εξίσου ελεήμων, φιλάνθρωπος και Θεοσεβούμενη όσο και ο ίδιος, η πρεσβυτέρα φροντίζει να είναι πάντα στρωμένο το τραπέζι στο μεγάλο δωμάτιο.
Πάνω του υπάρχει πάντα ψωμί, ελιές, κουκιά, κρασί ακόμα και μπακαλιάρος – ολόκληρος, όχι κομμάτια, «δεμένος» από την ουρά στ’ αυτιά ενός μεγάλου τέντζερη, να «κολυμπά» μες στο νερό για να ξαρμυρίσει ώστε, ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμος για μαγείρεμα.
Το δωμάτιο αυτό, με το πάντα στρωμένο τραπέζι, είναι πραγματικό καταφύγιο για τους στερημένους. Απαραίτητο συμπλήρωμα του τραπεζιού είναι πάντα ο χαλβάς, τα λουκούμια και λίγες καραμέλες για να φιλέψει τα μικρά παιδιά…