Η Θαυματουργή Παναγία της Νιαμονίτισσας

4358

Πρόκειται για μία εικόνα που έχει συνδεθεί με πλήθος θαυμάτων. Ορισμένα από αυτά περιγράφονται στο ακόλουθο κείμενο.

Η μυροβόλος Χίος, η «παιπαλόεσσα», κατά τόν Όμηρο, γιά τό βραχώδες καί ορεινό έδαφός της, εθεωρείτο από τούς αρχαίους «ως μία τών Μακάρων νήσων» γιά τά φυσικά της πλεονεκτήματα

Αυτή η ονομασία θά τής ταιρίαζε μεταφορικά καί γιά τήν ευλάβεια τών κατοίκων της. Στήν αρχαιότητα ήταν γεμάτη αγάλματα καί ειδωλολατρικούς ναούς. Αλλά καί στή χριστιανική εποχή τό πλήθος τών ιερών ναών της κινεί τήν περιέργεια κάθε επισκέπτου. «Η χιακή κοινωνία, σημειώνει ο Μ. Ιουστινιάνης τό 1606, είναι ευλαβέστατη, ενώ ο κλήρος της πολύ πιό αξιόλογος από άλλων περιοχών». Έχει επίσης νά επιδείξει πολλούς αγίους καί πολλά μοναστήρια.

Λίγα χιλιόμετρα από τήν πρωτεύουσα τού νησιού, στούς πρόποδες τού Προβατείου όρους, προβάλλει τό πιό αξιόλογο μοναστήρι τής Χίου, η παλαίφατη Νέα Μονή. Τό πατριαρχικό αυτό σταυροπήνιο, μέ τά βασιλικά χρυσόβουλα καί τά περίφημα ψηφιδωτά, είναι οχυρωμένο από φυσικά καί τεχνητά τείχη καί πύργους, τμήματα τών οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.

Οι κτιριακές εργασίες τής μονής άρχισαν τό 1034 από τούς Χιώτες ασκητές Νικήτα, Ιωσήφ καί Ιωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στήν προσπάθεια τούς αυτή είχαν τόν βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ τόν Μονομάχο.

Στά ιστορικά της μονής είναι διάχυτη η παράδοση γιά τή θαυμαστή εύρεση τής Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αυτή τή θαυματουργή εικόνα ανακάλυψαν μέσα σέ πυκνός δάσος οι τρείς κτήτορες, τριγυρισμένη από αδιαπέραστα βάτα καί χαμόκλαδα.

Η θεία μορφή τής Θεοτόκου παριστάνεται σέ μία ιδιότυπη καί μοναδική στάση: Κρατά στά χέρια τό θείο Βρέφος, αλλά εικονίζεται όρθια, μέ ανοιχτή τή μητρική αγκαλιά καί τά πόδια σέ στάση βηματισμού.

Η ιερή εικόνα τής Νιαμονίτισσας σώζεται συχνά η ίδια θαυματουργικά από πυρκαγιές, αλλά καί σώζει από σφαγές, επιδρομές καί λοιπές περιπέτειες, πού δοκίμασε η Νέα Μονή στήν ιστορική διαδρομή της.

Ο χρυσοχόος

Κάποτε οι μοναχοί ανέθεσαν σ ένα Χιώτη χρυσοχόο νά επενδύσει μέ χρυσό ένα μέρος τής ιερής εικόνας, γιά νά τήν προφυλάξουν από τή φθορά. Ο εκκλησιάρχης τήν τοποθέτησε στόν κυρίως ναό, καί ο τεχνίτης άρχισε τήν εργασία του μέ ευλάβεια.

Ξαφνικά ακούει μία γλυκεία φωνή νά τού λέει ψιθυριστά:

Ελαφρά χτύπα, ελαφρά» νάχης τήν ευχή μου, γιατί η εικόνα είναι παλαιά!

Σηκώνει τά μάτια ο χρυσοχόος καί βλέπει μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μέ ολόχρυση φορεσιά. Δέν πρόλαβε νά τή ρωτήσει ποιά ήταν, γιατί μπήκε αμέσως στό ιερό βήμα από τή νότια πύλη. Τρέχει νά τήν προφθάσει, αλλά Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στό ιερό, καί τότε αναγνωρίζει στή μορφή τής πλατυτέρας τή γυναίκα, πού πρίν από λίγο τού είχε φανερωθεί.

Η καμπάνα.

Τό καμπαναριό τής Νέας Μονής μοιάζει μέ τετράγωνο πύργο καί υψώνεται σχεδόν τριώροφο μέχρι τόν θόλο τού καθολικού. Είναι στεγασμένο μέ μολύβι καί στολίζεται στήν κορυφή μέ ωραίο σιδερένιο σταυρό. Αρχικά είχε τέσσερις καμπάνες καί δυό πολυτελέστατα ρολόγια. Όλα όμως εξαφανίσθηκαν τό 1822 από τίς ασιατικές ορδές.

Κάποτε μία από τίς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οι μοναχοί τή φόρτωσαν σ ένα βενετσιάνικο πλοίο καί τήν έστειλαν στή Βενετία γιά νά τήν ξαναχύσουν.

Τό πλοίο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε από ένα κουρσάρικο τών πειρατών τού Βαρβαρόσσα καί κινδύνεψε νά βουλιάξει. Οι ναύτες, στή δύσκολη εκείνη στιγμή, επικαλέστηκαν τή βοήθεια τής Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ύστερα έσπασαν ένα κομμάτι από τήν καμπάνα, τό έβαλαν γιά μπάλα μέσα στό κανόνι καί χτύπησαν τό εχθρικό πλοίο. Τό χτύπημα ήταν καίριο καί τό πειρατικό βυθίστηκε.

Τό βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τό ταξίδι κι έφθασε στόν προορισμό του. Ο καπετάνιος, από ευγνωμοσύνη γιά τή σωτηρία τους, εφτίαξε μέ δικά του έξοδα τήν καμπάνα καί τήν πρόσφερε στήν Παναγία. Λέγεται μάλιστα πώς η καμπάνα αυτή ήταν η πιό μελωδική απ όλες.

Τό ξύλο καί τό σκοινί

Ένα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ο καπετάνιος, μπροστά στόν κίνδυνο, φώναξε μέ τή θερμή νησιώτικη πίστη του:

Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σώσε μας! Καί σού τάζω μία λαμπάδα τόσο ψηλή, όσο τό κατάρτι τού πλοίου!

Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τόν λόγο του, καί βλέπει πάνω στήν αφρισμένη θάλασσα τήν ίδια τή Θεοτόκο, νά κρατά στό χέρι ένα ξύλο κι ένα σκοινί. Ύστερα βυθίστηκε στό κύμα.

Αμέσως η τρικυμία κόπασε καί τό πλοίο προσορμίστηκε σώο στό λιμάνι. Εκεί, μέ μεγάλη τους έκπληξη, ανακάλυψαν σία ύφαλα τού μία τρύπα. Η τρύπα αυτή ήταν φραγμένη μ ένα κομμάτι ξύλο κι ένα κομμάτι σκοινί

Τό θαύμα τής Παναγίας ήταν ολοφάνερο. Αμέσως ξεκίνησαν όλο τό πλήρωμα γεμάτοι ευγνωμοσύνη γιά τή Νέα Μονή. Προσκύνησαν τή θαυματουργή εικόνα, πρόσφεραν τό τάμα τους, μία πελώρια λαμπάδα, κι άφησαν στόν εξωνάρθηκα τό σωτήριο ξύλο καί τό σκοινί, τά οποία σώζονται εκεί μέχρι σήμερα.

Γιά τήν ίδια αιτία, καθώς λέγεται, υπάρχει στόν έξω νάρθηκα κι ένα σφουγγάρι. Μέ τή χάρη τής Νιαμονίτισσας τό σφουγγάρι αυτό έφραξε τή σχισμή ενός ιστιοφόρου πλοίου, πού κινδύνευε νά κανταποντιστεί.

Τό μουλάρι

Τόν 17ο αιώνα, καθώς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, η Νέα Μονή αριθμούσε 100 έως 150 μοναχούς, κι έμοιαζε μέ μικρή πόλη. Ανάλογος ήταν καί ο αριθμός τών υποζυγίων γιά τή μεταφορά τών πολλών εισοδημάτων.

Κάποτε ένας προσκυνητής από τή Μυτιλήνη παρέδωσε στόν βουρδουνάρη -επιστάτη τών ζώων -τής Νέας Μονής ένα φορτίο λάδι γιά τό μοναστήρι. Ο βουρδουνάρης φόρτωσε ένα μουλάρι καί ξεκίνησε.

Όταν έφθασαν στό εκκλησάκι τού αγίου Φανουρίου, σέ μία κακοτοπιά, τό ζώο παραπάτησε καί γκρεμίστηκε στό βάραθρο μέχρι τό ποτάμι. Ο βουρδουνάρης, βέβαιος πώς σκοτώθηκε, δέν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε όμως στούς μοναχούς τό θλιβερό επεισόδιο.

Δέν πέρασε πολλή ώρα κι ακούστηκαν στήν πύλη τής μονής χτυπήματα καί χλιμιντρίσματα. Τρέχει ο πορτάρης ν ανοίξει, καί άντικρυζει τό μουλάρι πού είχε γκρεμιστεί. Τό πιό θαυμαστό ήταν, πώς είχε φορτωμένα στήν πλάτη τά τουλούμια μέ τό λάδι ακέραια. Ο πορτάρης τό έβαλε μέσα καί τό ξεφόρτωσε. Τότε όμως συνέβη τό εξής παράδοξο: Τό ζώο έπεσε αμέσως στή γή νεκρό. Είχε πιά εκπληρώσει τήν αποστολή του.

Η ευλαβής δωρήτρια. Κάποια ευλαβής χιώτισα, από τό χωριό Καλιμασσιά, αφιέρωσε όλη τήν περιουσία της στή Νέα Μονή. Κάποτε όμως αρρώστησε καί βρέθηκε σέ μεγάλη οικονομική ανάγκη. Τότε οι συγγενείς της, αντί νά τή βοηθήσουν, τήν εγκατέλειψαν καί τήν πίκραιναν μέ λόγια σκληρά:

«Άς έρθει, τής έλεγαν, νά σέ κοιτάξει η Νέα Μονή, αφού τής έγραψες τήν περιουσία σου.

Εκείνη δέν έπαυε νά προσεύχεται θερμά στήν Παναγία ζητώντας τή βοήθειά της. Κι ένα βράδυ, μέσα στόν πόνο καί τήν απελπισία της, βλέπει στόν ύπνο τής μία γυναίκα. Η γυναίκα αυτή τήν πλησίασε, τήν παρηγόρησε καί μεταξύ τών άλλων τής είπε:

Μή φοβάσαι. Η ασθένειά σου θεραπεύτηκε. Πάρε αυτό τό φλουρί καί θά φροντίζω εγώ γιά σένα.

Ποιά είσαι; ρώτησε η άρρωστη.

Είμαι η Νέα Μονή.

Μέ τά λόγια αυτά ξύπνησε η γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στό δεξί της χέρι τό φλουρί. Πήγε στό μοναστήρι, διηγήθηκε τ όνειρό της στόν ηγούμενο Άνθιμο καί τού παρέδωσε τό φλουρί, πού τής είχε χαρίσει η Παναγία.

Θαυμαστά γεγονότα.

Όταν τό μοναστήρι μετατράπηκε σέ γυναικείο, οι μοναχές έζησαν ορισμένα θαυμαστά γεγονότα:

Τό 1959, τά μεσάνυχτα τής 4ης Απριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Χτυπούσαν μόνες τους, ενώ συγχρόνως έβγαινε από τήν εκκλησία μία εκτυφλωτική λάμψη.

Αρκετές φορές κινούνται μόνα τους τά καντήλια μπροστά στή θαυματουργή εικόνα, καί συχνά, ενώ οι μοναχές ψάλλουν στό αναλόγιο, ακούγονται βήματα στό ιερό, δυνατοί θόρυβοι καί γλυκύτατες ψαλμωδίες. ακούγονται κυρίως όταν ψάλλεται η Θ ωδή, τό «Άξιόν εστι» καί οι χαιρετισμοί τής Παναγίας.

Μέ τά θαυμαστά αυτά σημεία η Νιαμονίτισσα κάνει αισθητή τήν παρουσία τής στό μοναστήρι καί μεταδίδει χαρά καί παρηγοριά στή μοναστική αδελφότητα.