Ο Φώτης Κόντογλου, στο Άγιον Όρος πηγαίνει για πρώτη φορά το 1923 και θα παραμείνει για αρκετούς μήνες.
Εκεί, η επαφή του με τη βυζαντινή τέχνη θα αποτελέσει σταθμό στο έργο και τη ζωή του. Συγγραφικά και εικαστικά υποστηρίζει με πάθος την ανάγκη δημιουργίας μιας ελληνικής τέχνης που θα αντλεί από τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή τέχνη.
Γράφει ο Φώτης Κόντογλου κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Αθωνική πολιτεία: «..δεν περίμενα να βρω μια τέχνη τόσο τέλεια μέσα στις εκκλησίες των μοναστηριών. Από όσα είχα διαβάσει για τη βυζαντινή τέχνη είχα την ιδέα πως η τέχνη τούτη είναι άξια μικρότερης προσοχής από εκείνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Βρίσκονται στον Άθω ζωγραφιές της πιο σπάνιας τελειότητας.. Καθ’ όσο τουλάχιστον το κρίνω εγώ, είναι πολύ σπάνιο να τύχει κανείς έργα με μια τέτοια καλλιτεχνική σοφία και γιομάτα από τόσο έντονο ρυθμό..»
Διαβάστε τι γράφει ο Φώτης Κόντογλου για την εμπειρία του στο Άγιο Ορος
Στ’ Άγιον Όρος πήγα πολλές φορές. Την πρώτη φορά κάθησα παραπάνω από δυό μήνες κ’ έκανα γνωριμία με πολλούς πατέρες και λαϊκούς, γιατί υπάρχουνε εκεί πέρα και αγωγιάτες αρβανίτες, παραγυιοί και γεμιτζήδες που φορτώνουνε κερεστέ στα καράβια.
Πιό πολύ με τραβούσε ο αρσανάς, δηλαδή το μέρος που βάζουνε τις βάρκες και τα σύνεργα της ψαρικής.
Άφησα τα γένεια μου, τα ξέχασα όλα και γίνηκα ψαράς.’Έτρωγα, έπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζί με τους ψαράδες που ήτανε όλο καλόγεροι, οι πιό πολλοί Μπουγαζιανοί, δηλαδή από τα μπουγάζια της Πόλης.
Τι ξέγνοιαστη ζωή που πέρασα!
Ο αρσανάς ήτανε ένα σπίτι μακρύ, χτισμένο απάνω στη θάλασσα μέσα σ’ έναν κόρφο που τον αποσκέπαζε ένας κάβος και για κεραμίδια είχε μαύρες πλάκες. Μπροστά είχε κάτι ξέρες που σκάζανε οι θάλασσες όποτε έπερνε βοριάς, κι από πάνω κατεβαίνανε τα βράχια φυτρωμένα με μυρσίνες, με πουρνάρια και κάθε άγριο χαμόδεντρό.
Από κάτω είχε κάτι χαμηλές καμάρες και μέσα στις καμάρες τραβούσανε τις βάρκες. Τα δίχτυα τα απλώνανε απάνω στα μπαρμάκια του χαγιατιού.
Εκεί που κοιμόμαστε ακούγαμε από κάτω μας τη θάλασσα που έμπαινε μέσα στις καμάρες και κυλούσε τα χαλίκια και μας νανούριζε. Παλιά εικονίσματα ήτανε κρεμασμένα μέσα στον αρσανά κ’ έκαιγε ακοίμητο καντήλι.
Επήρα την ράβδαν και τράβηξα να πάγω στα Καψοκαλύβια. Μαζί μου ήρθε κ’ ένας απλοϊκός καλόγερος, ψηλός κι αδύνατος μ’ όλο που ήτανε ψωμάς στο μοναστήρι. Το μονοπάτι περνά από άγια κ’ έμορφα μέρη, ώς που φτάνει απάνω από κάτι θεόχτιστους κάβους, που κοιτάζουνε κατά τη νοτιά, στ’ ανοιχτό πέλαγο. Από το μέρος της στεριάς στέκεται απάνω από το κεφάλι σου ο Άθωνας. Σ’ ένα μέρος βλέπεις την ποδιά του βουνού που στέκεται κοφτή απάνω από τη θάλασσα, σαν νάναι κομένη με το μαχαίρι, λές και ξεκόλλησε πρό λίγη ώρα ένα κομάτι βουνό κ’ έπεσε στη θάλασσα. Κι αληθινά, όπως μού είπανε πιό ύστερα οι Καψοκαλυβίτες, κόπηκε το βουνό μια μέρα στα 1900, κ’ έπεσε μονοκόματο στη θάλασσα και πλάκωσε δυό τρία ψαραδόσπιτα με καμιά δεκαριά πατέρες. Ο σεισμός κούνησε όλη τη Μακεδονία.
Στα Καψοκαλύβια κάθησα πιό πολύν καιρό από τ’ άλλα τα μοναστήρια. Τόσο δικό τους με είχανε οι πατέρες, που όποτε κάνανε σύναξη έπρεπε να καθήσω κ’ εγώ στο συμβούλιο που συζητούσανε «τά της σκήτεως».
Μ’ έχουνε γράψει και στους ιδρυτάς και με μνημονεύουνε μετά της συμβίας και των τέκνων.
Ιδιαίτερη φιλία έδεσα με τον πάτερ Ισίδωρο, που μ’ είχε στο κελλί του. [φωτ.5] Άλλη φορά έγραψα πολλά για δαύτον. Τότες ήτανε ως τριανταπέντε χρονών κ’ είχε για δόκιμο τον μπάρμπα Χαράλαμπο από το Καστελόριζο, ως εβδομήντα χρονών, τελώνιο της θάλασσας, που έζησε φουΐστρος στα βαπόρια και ταξίδευε ίσαμε τον Κίτρινο ποταμό της Κίνας.
Είχε έρθει μια μέρα στα Καψοκαλύβια ένας καλόγερος από κάποιο ψαραδόσπιτο που ήτανε ανάμεσα στον κάβο Σμέρνα και στα Καψοκαλύβια, και τον φιλοξένησε ο πάτερ Ισίδωρος και γνωρισθήκαμε. Τον λέγανε Νείλο, κ’ήτανε Μυτιληνιός.
Φεύγοντας με προσκάλεσε να πάγω στο κελλί του. Ο Νείλος και η συνοδεία του είχανε δυό τράτες και δυό βάρκες.
Ήτανε εφτά-οχτώ νοματαίοι, πέντε μεγάλοι και δυό-τρία καλογεροπαίδια. Όλοι τους ήτανε ηλιοκαμένοι, μαύροι σαν αραπάδες. Ο πάτερ Νείλος είχε απάνω του μια ησυχία και μιάν απλότητα που σε έκανε να τον αγαπήσεις και να τον σεβαστείς. Λιγόλογος, μά ολοένα ήτανε χαμογελαστό το πρόσωπό του, με κάτι χείλια χοντρά σαν του αράπη, με μαύρα και πυκνά γένεια, που φυτρώνανε κάτω από τα μάτια του και σκεπάζανε τα μάγουλά του. Με τη σκούφια που φορούσε ήτανε ίδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλυτος, όπως δά ήτανε όλοι τους, φορούσε απάνω ένα σκούρο πουκάμισο και κάτω ένα βρακί ανατολίτικο ίσαμε τα γόνατα.
Σαν γυρίζανε από το ψάρεμα, βγάζανε τα ψάρια έξω κι αφού διαλέγανε λιγα χοντρά για να φάμε, κι άλλα για πάστωμα, τα ψιλά τα κάνανε ένα σωρό και τ’αφήνανε να σιτέψουνε για να τ’ αλατίσουνε.
Από τα χοντρά παστώνανε πολλούς ροφούς, νάχουνε το χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα και σαρδέλλα, παστώνανε πολλά βαρέλια και τα στέλνανε στη Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στο σωρό και παστώνανε. Όλο το σπίτι μύριζε μια τέτοια ψαρίλα, που στην αρχή γυρίζανε άνω κάτω τα στομάχια μου. Μά σιγά σιγά συνήθισα και δεν καταλάβαινα την ψαρίλα σχεδόν ολότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πως έτσι θα μυρίζανε κι ο Χριστός κ’οι απόστολοι. Οι ανθρώποι κι ό,τι έπιανες, όλα μυρίζανε ψαρίλα. Ακόμα και μέσα στην εκκλησιά ένιωθες αυτή τη μυρουδιά. Τις ώρες που λείπανε οι άλλοι στο ψάρεμα, κουβεντιάζαμε με τον πάτερ Νείλο για θρησκευτικά και για τα ιστορικά του σπιτιού του, τι φουρτούνες περάσανε, τι θεριόψαρα συναντήσανε, τι καΐκια βουλιάξανε από τότες που κάθησε σ’ αυτό το μέρος κι άλλα λογιώ-λογιών. Άλλη φορά πάλι, εκεί που καλαφάτιζε μια βάρκα τραβηγμένη έξω, έψελνε με τη γλυκειά φωνή του, κ’ έκανε τον δεξιό ψάλτη κι εγώ τον αριστερόν.
Λέγαμε τις Καταβασίες της Μεταμορφώσεως (γιατί ήτανε κείνες οι μέρες του Αυγούστου) «Χοροί Ισραήλ αήκμοις ποσί, πόντον ερυθρόν και υγρόν βυθόν διελάσαντες», Τα Πασαπνοάρια με το δοξαστικό «Παρέλαβεν ο Χριστός τον Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην», κ’ύστερα λέγαμε αργώς και μετά μέλους το κοινωνικό «Εν τώ φωτί ταής δόξης του προσώπου σου, Κύριε, πορευόμεθα εις τον αιώνα». Στο τέλος όμως ψέλναμε πάντα το «Ευλογητός εί, Χριστέ ο Θεός ημών, ο πανσόφους τους αλιείς αναδείξας, καταπέμψας αυτοίς το πνεύμα το άγιον, και δι’ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι».
Δεν μπορώ να παραστήσω το πόσο συγκινημένη ήτανε η καρδιά μου σαν άκουγα να ψέλνει ο ψαράς ο πάτερ Νείλος, ξυπόλητος, με το κατραμωμένο βρακί, με τα φύκια κολλημένα απάνω στα γυμνά ποδάρια του, να ψέλνει με κείνη την αρχαία μελωδία και να λέγει στίχους ιαμβικούς, και παραπέρα ν’ αφρίζουνε τα παμπάλαια ελληνικά κύματα κι ο αγέρας να βουΐζει πανηγυρικά απάνω στα θεόχτιστα βράχια και στα δέντρα!
Μά η πιό βαθειά κι η πιό παράξενη συγκίνηση μ’ έπιανε την Κυριακή και τις άλλες γιορτινές μέρες που λειτουργούσε ο πάτερ Νείλος ο ψαράς και γινότανε ιερεύς του Θεού του Υψίστου, αυτός που τον έβλεπα τις άλλες μέρες ν’ αλατίζει ψάρια, να καλαφατίζει βάρκες, να ματίζει σκοινιά, να γραντολογά καραβόπανα, να βολεύει άγκουρες, να μπαλώνει δίχτυα, μαζί με τη συνοδεία του!
Και στη λειτουργία γινότανε σαν πατριάρχης, με το επανωκαλύμμαυχο, με το χρυσό φελόνι, με τα επιμάνικα, με το επιγονάτιο, και δεότανε μυστικώς μπροστά στην αγία Τράπεζα «υπέρ των του λάου αγνοημάτων», «ως ενδυόμενος την της ιερατείας χάριν».
Ώ! Τι εξαίσια και φρικτά μυστήρια έχει η ταπεινή ορθοδοξία μας! Μά η καρδιά μου δάκρυζε αληθινά από άγια χαρά κι από κατάνυξη, σαν στρώνανε για να φάμε κ’ ευλογούσε την τράπεζα ο πάτερ Νείλος με τα θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ενώ γύρω στεκόντανε με σταυρωμένα χέρια εκείνοι οι απλοί ψαράδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι από τον κόσμο μέσα σε κείνη την καταβόθρα. Κ’ έλεγε με την ταπεινή φωνή του ο πάτερ Νείλος «Χριστέ ο Θεός, ευλόγησαν την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου, ότί άγιος εί πάντοτε νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», ενώ μας αποσκίαζε η πλώρη του τρεχαντηριού κ’ η αρμύρα ερχότανε από το βουερό το πέλαγο.»
hproskynitaria1.mountathos.org/logotexnes