Αληθινή ιστορία: Ένα βράδυ, τήν Δευτέρα τού Πάσχα, τού έτους 1964…, περασμένα μεσάνυχτα, λίγο πρίν κοιμηθώ, βγήκα στο μικρό περιβολάκι που έχουμε πίσω από το σπίτι μας, και στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τον σκοτεινό ουρανό με τ΄ άστρα.
Ένας αγιασμένος γέροντας, μου είχε πεί μια φορά, πως γύρω από αυτές τις ώρες ανοίγουν τα ουράνια…
Θα στεκόμουνα εκεί πέρα μονάχος ως το ξημέρωμα. Σαν να μην είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό με τη γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στο σπίτι και ανησυχήσουνε που έλειπα, και γι” αυτό μπήκα μέσα και ξάπλωσα.
Δε με είχε θολώσει καλά – καλά ο ύπνος, δεν ξέρω αν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, και βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο με αλλόκοτη όψη.
Ήτανε κατακίτρινος, σαν πεθαμένος, μα τα μάτια του ήτανε ανοιχτά και μέ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπο του ήτανε σαν μάσκα, σαν μούμια, με το πετσί του σάν γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, και κολλημένο στο νεκροκέφαλο με όλα τα βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σαν λαχανιασμένος.
Στό ένα χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, που δεν κατάλαβα τι ήτανε, και με τ” άλλο έσφιγγε το στήθος του, λές και πονούσε.
Εκείνο το πλάσμα μ” έκανε ν” ανατριχιάσω. Τό κοίταζα, και με κοίταζε, δίχως να μιλήσει, σαν να περίμενε να το γνωρίσω. Και στ” αλήθεια, μ” όλο που ήτανε τόσο αλλόκοτο, σαν να μου είπε μια φωνή στό μυαλό μου:
–Είναι ο τάδε …
Μόλις άκουσα τη φωνή, τον γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε το στόμα του κι αναστέναξε. Μα η φωνή του σαν να ερχότανε από πολύ μακριά, σα να “βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πως βρισκότανε σε μια μεγάλη αγωνία. Τα χέρια του, τα πόδια του, τα μάτια του, όλα φανερώνανε πως βασανιζότανε.
Απάνω στην απελπισία μου, πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, μα εκείνος μου έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσω, νά μή πλησιάσω… Άρχισε να βογκάει, με τέτοιον τρόπο, που πάγωσα. Έπειτα μου λέγει:
«Δεν ήρθα, αλλά με «στείλανε…» Εδώ, ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σε μεγάλη ζάλη. Θέλω να πεθάνω, μα δεν μπορώ. Αχ! Όσα έλεγες Φώτη, βγήκαν αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πριν πεθάνω, που ήρθες στο σπίτι μου και μιλούσες για θρησκευτικά;
Ήτανε και δύο άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σαν κι εμένα. Εκεί που μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε… Σαν έφυγες μού είπανε: Κρίμα, να έχει τέτοιο μυαλό ό Φώτης, και να πιστεύει στις ανοησίες που πιστεύουνε οι γριές!
Μια άλλη μέρα, σού είχα πεί, όπως και πολλές άλλες φορές: «Βρε Φώτη, μάζευε λεφτά, θα πεθάνεις στην ψάθα. Βλέπεις εγώ, πόσα λεφτά έχω, και πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μου είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο με τόν Χάρο πως θα ζήσεις τόσα χρόνια που θέλεις, για να καλοπεράσεις στα γηρατειά σου;»
Σου λέγω εγώ: Θα δεις πόσο χρονών θα πάγω! Τώρα είμαι εβδομηνταπέντε. Θα περάσω τα εκατό.
Έχω εξασφαλίσει τα παιδιά μου, ο γιος μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’ έναν πλούσιο από την Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε και παραέχουμε… Όχι σαν κι εσένα, που ακούς αυτά που λένε οι παπάδες…
«Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών «. Τι θα βγάλεις από τα » Χριστιανά τέλη»; Λεφτά, παρά, να έχεις στην τσέπη σου, και μη σε μέλει. Εγώ να δώσω ελεημοσύνη;
Και γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Για να τους τρέφω εγώ; Αμ βάζουνε εσάς και ταΐζετε τους τεμπέληδες, για να πάτε στον Παράδεισο… Χά ! Χά !
Εγώ ξέρεις πως είμαι γιός παπά, και τα γνωρίζω καλά αυτά τα κόλπα. Μα να τα πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ Φώτη μου, που έχεις τέτοια σπουδή, και να πας χαμένος.
Εσύ, όπως πάς, θα πεθάνεις πριν από μένα, θα πάρεις στον λαιμό σου και την οικογενειά σου. Μα εγώ, σου λέγω και σου υπογράφω, σαν γιατρός που είμαι, πως θα ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!…».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κει, σαν να ψηνότανε σε καμμιά σχάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από το στόμα του: « Αχ! Αχ! Ωχ! …».
Ησύχασε για λίγο και ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μα σε λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα, κι έχασα το στοίχημα! Τι ταραχή!
Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μια βούλιαζα και μια ανέβαινα απάνω και φώναζα: Έλεος! Έλεος ! Μα κανένας δε μ” άκουγε. Ένα ρεύμα με κλωθογύριζε σαν να ήμουνα κανένα ψόφιο ποντίκι.
Τι τράβηξα ως τα τώρα, και τι τραβώ. Τι αγωνία είναι αυτή! Όλα όσα έλεγες βγήκαν αληθινά. Το κέρδισες το στοίχημα!
Εγώ, τότε, που βρισκόμουνα στον κόσμο που ζεις, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει να μιλώ και να μ” ακούνε όλοι, να κοροϊδεύω την θρησκεία, να συζητώ για χειροπιαστά πράγματα…
Τώρα όμως βλέπω πως χειροπιαστά είναι εκείνα που τα έλεγα τότε παραμύθια και χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία που βρίσκομαι. Άχ! Τούτος θα είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θα είναι ο βρυγμός των οδόντων…»
Απάνω σ” αυτά, χάθηκε από τα μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τα βογγητά του, που κι εκείνα σβήσανε σιγά – σιγά. Με πήρε λίγο ο ύπνος, μα σε μια στιγμή, κατάλαβα να με σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τα μάτια μου, και τον βλέπω πάλι μπροστά μου.
Τούτη την φορά ήτανε ακόμα πιο φριχτός και πιο μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα μικρό παιδάκι, μ” ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, που το κουνούσε πέρα δώθε. Άνοιξε το στόμα του και μου είπε:
«Σε λίγη ώρα θα ξημερώσει και θα “ρθουνε να με πάρουνε, εκείνοι που με στείλανε…» Του λέγω: «Ποιοί σε στείλανε»; Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια δίχως να καταλάβω τίποτα.
Ύστερα μου λέγει: «Εκεί που βρίσκομαι, είναι κι άλλοι πολλοί από εκείνους που σε περιπαίζανε για την πίστη σου, και τώρα καταλάβανε πως οι εξυπνάδες δεν περνούνε παραπέρα από το νεκροταφείο. Είναι και κάποιοι άλλοι που τους έκανες καλό, κι αυτοί σε κακολογούσανε.
Κι όσο τους συγχωρούσες, τόσο αυτοί γίνονταν χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί να τον κάνει η καλοσύνη να χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τον κάνει να νιώθει τον εαυτόν του νικημένο.
Τούτοι εδώ, βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από μένα, και δεν μπορούνε να βγούνε από την σκοτεινή φυλακή τους για να έρθουνε να σε βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται με την μάστιγα της αγάπης, όπως έλεγε ένας άγιος…
«Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από ό,τι τον βλέπαμε! Ανάποδος από την έξυπνη αντίληψη μας. Τώρα καταλάβαμε πως η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά και απάτη.
«Εσείς που έχετε στην καρδιά σας τον Χριστό, και που για σάς ο λόγος Του είναι αλήθεια, η μοναχή αλήθεια, εσείς κερδίσατε το Μεγάλο Στοίχημα, που μπαίνει ανάμεσα στους πιστούς και στους άπίστους, αυτό το στοίχημα που το έχασα εγώ ο ελεεινός, και χάθηκα, και τρέμω κι αναστενάζω, και δεν βρίσκω ησυχία.
….αληθινά, στον Άδη δεν υπάρχει πιά μετάνοια…
Αλλοίμονο σ” όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τον καιρό που είμαστε πάνω στη γή. Η σάρκα μάς είχε μεθύσει, και εμπαίξαμε εκείνους που πιστεύανε στον Θεό και στη μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε.
Σας λέγαμε ανόητους, σας κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε με καλοσύνη τα πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας κακία.
«Βλέπω και τώρα πόσο θλιβόσαστε από το φέρσιμο των κακών ανθρώπων, αλλά πως δεχόσαστε με υπομονή τά φαρμακερά βέλη που βγάζουνε από το στόμα τους, λέγοντας σας υποκριτές, θεομπαίχτες και λαοπλάνους.
Αν βρίσκονταν εδώ οι δυστυχείς, στην θέση που βρίσκομαι εγώ τώρα, και βλέπανε τά πράγματα πώς είναι, θά τρόμαζαν για ό,τι κάνουνε σήμερα…
Θέλω να φανερωθώ καί σ” αυτούς και να τους ειπώ να αλλάξουνε δρόμο, μά δεν έχω την άδεια, όπως δεν την είχε κι εκείνος ο πλούσιος και για τούτο παρακαλούσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να στείλει τον φτωχό τον Λάζαρο.
Μα κι εκείνον δεν τον έστειλε, και τούτο, για να γίνουνε ίδια άξιοι της καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοι της σωτηρίας όσοι πορεύονται στην στράτα του Θεού.
«Ο αδικών αδικήσατω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιάσθητω έτι»», πού λέει ή Γραφή.
Μ” αυτά τα λόγια, τόν έχασα από μπροστά μου.
Αληθινό περιστατικό, πού συνέβη στόν γνωστό συγγραφέα καί αγιογράφο, Φώτη Κόντογλου