Σ’ αποζητούμε, Χριστόδουλε!

1620

Το υπέροχο κείμενο, του αείμνηστου ιστορικού Σαράντου Καργάκου, που ακολουθεί, είναι, μία αναδημοσίευση προκειμένου να μπορέσουμε όλοι μας να αναλογισθούμε που ήμασταν, που βρισκόμαστε και που μας πηγαίνουν.

Προκειμένου να κατανοήσουμε όχι μόνο τα λάθη μας, αλλά το ποιος πρέπει να είναι ο στόχος μας.

Έγραφε ο Σαράντος Καργάκος:

Όταν έφυγε έγραψα: «Σέ κλαίει ο λαός!». Σήμερα, μετά από τήν παρέλευση τόσων ετών από τή θανή του είμαι υποχρεωμένος νά γράψω: «Σέ θέλει ο λαός!».

Στό διάστημα τής επίγειας απουσίας του «έφυγαν κι άλλοι πολλοί, μεγάλοι καί τρανοί, πού ήσαν πασίγνωστοι εδώ κι εκεί. Όλους όμως τούς πήρε τό ποτάμι τής Λήθης. Μόνον ο Χριστόδουλος ζή -άσβηστο καντήλι στήν ψυχή τού αγνού λαού πού πονεί γιά τήν έρμη πατρίδα.

Όσο ζούσε ο Χριστόδουλος ο λαός είχε μιάν ελπίδα: είχε έναν ηγέτη! Ήταν γιά τό λαό μας ό,τι καί ο Χρυσόστομος γιά τόν εγκαταλελειμμένο λαό τής Σμύρνης. Καί οι δύο οδηγήθηκαν στό μαρτύριο: ο Σμύρνης από τόν τουρκικό όχλο, ο Αθηνών καί Ελλήνων πάντων από τόν δημοσιογραφικό καί χαμηλοπολιτικό όχλο.

Ο ένας πέθανε βασανισμένος, ο άλλος πέθανε φαρμακωμένος.

Κανείς δέν ήπιε τόσο φαρμάκι όσο ο Χριστόδουλος. Γιατί είχε Παπαφλέσσειο ανάστημα καί ύψωνε φωνή υπέρ πίστεως καί πατρίδος. Κουβαλούσε μέσα του τήν παράδοση τού 1821. Μέ τόν λόγο του ξαναζωντάνευε τ’ αρματολίκι, τούς καιρούς τής παλληκαριάς καί τής λεβεντιάς..

Τόν έφαγε η χαμέρπεια καί η κακομοιριά. Η χυδαία κακολογία καί μικρολογία. Έπρεπε νά πέσει γιά νά πεισθούν οι κακόπιστοι πόσο μεγάλος ήταν!

Δανείζομαι μιά φράση τού Παν. Κανελλόπουλου γιά νά τόν παραστήσω: «Τόν μικρό τόν γνωρίζει κανείς από τήν άνοδό του τόν μεγάλο από τήν πτώση του».

Ναί, όταν έπεσε ο Χριστόδουλος, ήταν σάν νά έπεσε η Βασιλική Δρύς τής πατρίδας. Ο λαός έχασε τόν άνθρωπο πού τού προσέφερε όραμα, δύναμη, αντιστασιακή διάθεση

Ο Χριστόδουλος χτυπούσε διαρκώς τήν καμπάνα τού συναγερμού, διότι «άκουε τήν βοήν τών πλησιαζόντων γεγονότων». Γι’ αυτό είχε απέναντί του όλους αυτούς πού απεργάστηκαν τήν σημερινή μας κατάντια. Δυστυχώς, στήν Ελλάδα, αντί νά χτυπάμε αυτούς πού βάζουν τήν φωτιά, χτυπάμε εκείνους πού βαράνε τήν καμπάνα τού συναγερμού.

Δεκάδες οι φαρέτρες μέ τά δηλητηριασμένα βέλη πού στρέφονταν εναντίον του. Μέ τήν δήθεν σάτιρα από τήν τηλοψία, από τό ραδιόφωνο, από τό πάλκο καί τόν τύπο, οι νάνοι αντίπαλοί του, τού έκαναν τή ζωή του φαρμάκι.

Κι αυτός σάν τόν μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωρούσε

Είχαμε στενή φιλία από παλιά, αλλά ποτέ συνεργασία σέ επαγγελματική βάση. Η γνωριμία μας ξεκίνησε από μιά επιθετική επιστολή πού τού έστειλα από τό ερημητήριό μου στόν Πάρνωνα. Έσχισε λαγκάδια καί βουνά νά μέ βρεί. Έκτοτε δεθήκαμε μέ μιά σχέση αδελφική.

Δέν θά πώ ποτέ όσα μού είχε εμπιστευθεί. Σέ πολλά μέ έπειθε. Σ’ ένα μόνον δέν μέ έπειθε: νά είμαι συγχωρητικός.

«Είμαι Μανιάτης, τού έλεγα, καί μέσα στό μανιάτικο φυσικό είναι η αναίδεια». Αναίδεια στ’ αρχαία ελληνικά σημαίνει άρνηση συγγνώμης.

Κι αυτός γελούσε παταγωδώς. Γιατί ήξερε πώς δέν σοβαρολογώ. Απλώς ερέθιζα τήν διάθεσή του γιά ευτραπελία.

Ναί, ήταν ένας μεγάλος «μαΐστορας» τού χιούμορ. Στά χρόνια του η Εκκλησία «έλαμπε από χαμόγελο», μπήκε τό γέλιο στήν Εκκλησία.

Κέρδισε τήν παραπαίουσα νεολαία. «Κι εγώ μαζί σας αλλά κι εσείς μαζί μου».

Κι οι νέοι θά πήγαιναν μαζί του, έστω κι άν τούς οδηγούσε στό Ζάλογγο. Θά έπεφταν, αλλά θά έπεφταν σάν τόν Ίκαρο από ψηλά

Είχε Ικάρειο πνεύμα μέσα του ο Χριστόδουλος. Πετούσε πάνω από τά ευτελή καί τούς ευτελείς σάν τόν βασιλικό αητό. Εκάλυπτε τούς πάντες μέ τήν καλλιφωνία του, τήν πολυγνωσία του, τήν πολυγλωσσία του, μέ τό ιλαρό φώς τού προσώπου του.

Άγρυπνος σάν τόν Άργο, μελετούσε τά πάντα κι ήταν ενήμερος γιά τά πάντα.
Έγραφε ακατάπαυστα ακόμη κι όταν συνομιλούσε, ακόμη κι όταν τηλεφωνούσε.

Συχνά τόν μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αυτός μέ τό δροσάτο γέλιο του: «Όταν δουλεύω!».

Τού άρεσε νά μέ νευριάζει καί νά μέ πιάνει τό «μανιάτικο», οπότε οι τύποι πήγαιναν περίπατο.
Μέ φώναζε -γιά νά μέ ερεθίζει-, Σαράντη. Τού ‘λεγα, τού ξανάλεγα ότι Σαράντο -κι όχι Σαράντη- λέμε στή Μάνη. Κι αυτός επέμενε στό Σαράντη, έτσι γιά νά μέ «φουρτουνιάζει». Τού άρεσε η «φουρτούνα» μου.

Κάποτε μού είπε περιπαικτικά: «Νά δούμε πώς θά περνάς στόν Παράδεισο».

Τόν κοίταξα λοξά καί τού είπα ειρωνικά: «Έχω κάνει αίτηση ως ιστορικός νά πάω στήν Κόλαση. Εκεί θά βρώ όλους τούς μεγάλους τής Ιστορίας. Κι ακόμη θά γλυτώσω κι από σάς τούς δεσποτάδες».

Κι ο μεγαλόθυμος Χριστόδουλος μέ αποστόμωσε -παρότι Θράξ- μέ τό λακωνικό: «Μήν τό πολυελπίζεις αυτό!..»..

Έτσι, μέ τό χιούμορ, τήν ετοιμολογία, τήν λεκτική ευθυβολία, τήν ευθυφροσύνη καί τήν μεγαλοφροσύνη ήξερε νά κερδίζει καρδιές.

Βέβαια οι μικρόψυχοι τόν φθονούσαν. Τόν φθονούσαν καί όσοι είχαν βαλθεί νά ξεριζώσουν τή γλώσσα μας, νά ξεπατώσουν τήν παιδεία μας, νά ξεδοντιάσουν τήν Εκκλησία μας, νά σπιλώσουν τήν ιστορία μας, νά ακρωτηριάσουν τήν πατρίδα μας. Τόν φθονούσαν όλοι αυτοί πού προσπάθησαν καί προσπαθούν νά μετατρέψουν έναν γίγαντα λαό, σέ λαό νάνων. Σέ λαό θάμνων, κατά τό δικό τους ανάστημα..

Τού οφείλω άπειρη ευγνωμοσύνη γιά όσα έκανε γιά τήν ημετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε τό βιβλίο μου «Από τό Μακεδονικό Ζήτημα στήν Εμπλοκή τών Σκοπίων», πού βγήκε τόν Ιανουάριο τού 1992, προλόγισε -καί μάλιστα σέ Αττική διάλεκτο- τήν τρίτομη «Ιστορία τών Αρχαίων Αθηνών» καί στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός απέναντι στά παιδιά μου..

Αφ’ ότου έφυγε, δέν έγραψα ούτε μίλησα ποτέ γι’ αυτόν.
Μόνον μιά φορά, τήν ημέρα τής κηδείας του είπα κάποια λόγια πικρά -όχι γι’ αυτόν φυσικά στό Ραδιόφωνο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος.

Σήμερα μιλούν άλλοι, πού κάποτε τόν είχανε πικράνει.
Τώρα νιώθουν τί «τζοβαϊρικό» αξετίμητο χάσαμε.

Κι άν σήμερα ανταποκρίθηκα στό αίτημα νά χαράξω τίς γραμμές αυτές, είναι γιατί σέ μιά πρόσφατη επίσκεψή μου στό Α Νεκροταφείο τών Αθηνών, είδα τάφους γυμνούς επιφανών, ενώ ο τάφος τού Χριστόδουλου ήταν πνιγμένος στά λουλούδια.

Πήγα νά κόψω ένα γαρύφαλλο κι από κάτω σ’ ένα χαρτάκι είδα γραμμένη τή φράση:

«Σ’ αποζητούμε, Χριστόδουλε!».

orthodoxianewsagency.gr