Βαρθολομαίος: Τιμιώτατοι αδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Δοξάζομεν τόν εν Τριάδι Θεόν, τόν αγαγόντα ημάς εν Εκκλησία καί πάλιν εις τήν πάνσεπτον καί ευλογημένην περίοδον τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εις τό στάδιον τής σωματικής καί πνευματικής γυμνασίας καί τών ασκητικών αγώνων, διά νά προετοιμασθώμεν χριστοπρεπώς καί νά πορευθώμεν εν ταπεινώσει πρός τήν Αγίαν καί Μεγάλην Εβδομάδα καί τήν ζωηφόρον Ανάστασιν τού Κυρίου.
Η άσκησις δέν είναι, βεβαίως, χαρακτηριστικόν μόνον τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ούτε μόνον υπόθεσις καί καθήκον τών μοναστών, ούτε αποτέλεσμα έξωθεν επιρροών επί τού χριστιανικού ήθους, παρείσακτον δηλαδή στοιχείον εις τήν ευσέβειάν μας. Ο ασκητισμός ανήκει εις τόν πυρήνα τής χριστιανικής υπάρξεως καί τής ζωής τής Εκκλησίας. Αποτελεί κλήσιν τού Χριστού πρός τούς πιστούς καί μαρτυρίαν τής σωστικής παρουσίας Του εις τήν ζωήν μας. Δέν απευθυνόμεθα οι πιστοί εις ένα Θεόν απρόσωπον καί απρόσιτον, αλλά εις τόν σαρκωθέντα Λόγον, τόν αποκαλύψαντα τήν αγάπην τού Θεού καί Πατρός καί τήν κοινωνίαν τού Αγίου Πνεύματος, τό πλήρωμα τής χάριτος καί τής ελευθερίας. Εν τή εννοία ταύτη, η πλήρης θείων ευλογιών καί ιδιαιτέρων βαθέων βιωμάτων Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, παραμένει δυναμική έκφρασις καί αποκάλυψις τού πλούτου καί τής αληθείας συνόλου τής εκκλησιαστικής ζωής.
Τίποτε εις τήν ζωήν τών πιστών δέν είναι αποσπασματικόν καί αυτοσκοπός. Η εν Χριστώ ζωή είναι ολιστική καί αδιαίρετος. Μετάνοια, ταπεινοφροσύνη, προσευχή, νηστεία, έργα ευποιΐας, είναι αλληλένδυτα καί προσανατολίζουν τόν πιστόν εις τήν Ευχαριστίαν τής Εκκλησίας, τό εσχατολογικόν μυστήριον τής Βασιλείας. Οι ασκητικοί αγώνες είναι η αρχή, η «στενή πύλη», η οποία μάς οδηγεί εις τά Άγια τών Αγίων. Δέν υπάρχει εις τήν Παράδοσίν μας «άσκησις διά τήν άσκησιν». Ο ασκητισμός είναι πάντοτε πορεία, καί ολοκληρώνεται όταν εκκλησιαστικοποιηθή, όταν μάς οδηγήση εις τήν κοινωνίαν τών Αχράντων Μυστηρίων, διά τής οποίας ενσωματωνόμεθα εις τήν κίνησιν τής Εκκλησίας πρός τά Έσχατα. Υπενθυμίζομεν τό παράδειγμα τής τιμωμένης κατά τήν Ε Κυριακήν τών Νηστειών Οσίας Μαρίας τής Αιγυπτίας, η οποία, μετά από τεσσαράκοντα έτη σκληράς ασκήσεως καί αδιαλείπτου προσευχής, επεδίωξε τήν μετάληψιν τού Σώματος καί τού Αίματος τού Χριστού εκ τών χειρών τού Αγίου Ζωσιμά, εν επιγνώσει ότι η Θεία Κοινωνία είναι η πηγή τής ζωής καί φάρμακον αθανασίας. Καί η Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 2016), η οποία απεκάλεσε τήν νηστείαν «μέγα πνευματικόν αγώνισμα» καί «τήν κατ εξοχήν έκφρασιν τού ασκητικού ιδεώδους τής Ορθοδοξίας», τονίζει ότι «η αληθής νηστεία αναφέρεται εις τήν καθ όλου εν Χριστώ ζωήν τών πιστών καί κορυφούται διά τής συμμετοχής αυτών εις τήν θείαν λατρείαν καί ιδία εις τό μυστήριον τής Θείας Ευχαριστίας» (Η σπουδαιότης τής νηστείας καί η τήρησις αυτής σήμερον, § 1 καί 3).
Δέν νοείται Ορθόδοξος πνευματικότης άνευ μετοχής εις τήν Θείαν Ευχαριστίαν, διά τής οποίας οι πιστοί καθιστάμεθα έν σώμα, κοινωνία προσώπων, κοινότης ζωής, μέτοχοι τής «κοινής σωτηρίας» εν τώ Σωτήρι Χριστώ, ο οποίος είναι «κοινόν αγαθόν». Ούτω η νηστεία είναι υποταγή καί υπακοή εις τόν κανόνα τής Εκκλησίας, κοινοτική εμπειρία. Η Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι πρόσκλησις νά ανακαλύψωμεν τήν Εκκλησίαν ως τόπον καί τρόπον αγιασμού καί αγιότητος, ως πρόγευσιν καί εικόνα τής εκπάγλου φωτοχυσίας, τής πληρότητος ζωής καί τής πεπληρωμένης χαράς τής εσχατολογικής Βασιλείας. Βιωματικώς καί θεολογικώς είναι αδύνατον νά κατανοήσωμεν τό πνεύμα τής Αγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστής, εάν δέν τήν θεωρήσωμεν ως πορείαν πρός τό Πάσχα. Καθ’όλην τήν περίοδον τής νηστείας διασώζεται μία «πασχαλινή αντίληψις» διά τήν ζωήν. Ο σκυθρωπός ασκητισμός είναι κακή αλλοίωσις τού χριστιανικού βιώματος, λήθη τής ελθούσης χάριτος καί τής ερχομένης Βασιλείας, ζωή «σάν νά μήν ήλθε ποτέ ο Χριστός», χωρίς τήν προσδοκία τής «αναστάσεως τών νεκρών» καί τής «ζωής τού μέλλοντος αιώνος».
Αυτό τό πνεύμα ενεσάρκωνεν η πρό τού Πάσχα νηστεία καί εις τήν αρχαίαν Εκκλησίαν, ως καιρός προετοιμασίας τών κατηχουμένων διά τό Άγιον Βάπτισμα κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τής Αναστάσεως. Καί όταν, αργότερα, ο κατηχητικός χαρακτήρ τής περιόδου τής νηστείας αυτής αντικατεστάθη από τό ήθος τής μετανοίας, διεσώθη καί παραμένει ως υπαρξιακόν υπόβαθρον η βίωσις τής «μετανοίας» ως «δευτέρου βαπτίσματος», τό οποίον μάς οδηγεί εκ νέου εις τήν πασχάλιον ευχαριστιακήν πληρότητα τής εκκλησιαστικής ζωής, εις τόν οίκον τού Πατρός, εις τήν κοινωνίαν τού Αγίου Πνεύματος. Καί εδώ η «άρσις τού σταυρού» αποτελεί οδόν πρός τήν ανεκλάλητον χαράν τής Αναστάσεως.
Τόν ιδικόν του βαρύν Σταυρόν αίρει κατά τάς ημέρας αυτάς ο ευσεβής Ουκρα-νικός λαός, υφιστάμενος τά ανείπωτα δεινά ενός απροκλήτου καί παραλόγου επιθετι-κού πολέμου, ο οποίος σκορπά τόν πόνον καί τόν θάνατον. Συμπάσχοντες μετά τών δοκιμαζομένων αδελφών καί τέκνων ημών, εντείνομεν τάς δεήσεις μας πρός τόν Κύριον τού ελέους καί Θεόν τής ειρήνης υπέρ αμέσου καταπαύσεως τού πυρός καί επικ-ρατήσεως τής δικαιοσύνης καί τής ειρήνης, αι οποίαι είναι πρόγευσις τής πεπληρωμέ-νης χαράς τής Βασιλείας τού Θεού.
Αυτήν τήν σωτηριώδη αλήθειαν τής Ορθοδόξου πίστεως, ευσεβείας καί πνευμα-τικότητος προβάλλει καί τό γεγονός τού καθαγιασμού τού Αγίου Μύρου, τό οποίον, χάριτι Θεού, θά τελέσωμεν εφέτος τήν Μεγάλην Εβδομάδα εις τό καθ ημάς Ιερόν Κέντρον. Τό ευλογημένον «θεουργικότατον» έλαιον αυτής τής «Ευχαριστίας τού Μύρου» μεταδίδει διά τού Μυστηρίου τού Χρίσματος τάς ποικίλας δωρεάς καί τά πολυειδή χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος εις τόν νεοφώτιστον «ουρανοπολίτην», πρός κραταίωσιν αυτού εις τό μετέχειν εις τήν ζωήν τής Εκκλησίας μέ απαρχήν τήν κοινωνίαν τών Αχράντων Μυστηρίων, καί εις ένθεον παρουσίαν καί μαρτυρίαν περί τής δωρεάς τής χάριτος καί τής εν ημίν ελπίδος εν τώ κόσμω. Ο χαρακτήρ τού Αγίου Πνεύματος ως «δυνάμεως κοινωνίας» αναδεικνύεται καί εις τόν τρόπον παρασκευής τού Αγίου Μύρου διά τής εψήσεως συστατικών, προσφερομένων υπό τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά καί εις τόν τόπον καί τόν χρόνον ευλογίας του εντός τής ευχαριστιακής Συνάξεως, αμέσως μετά τόν καθαγιασμόν τών Τιμίων Δώρων, εξ ίσου δέ καί εις τάς άλλας εκκλησιαστικάς χρήσεις τού Αγίου Μύρου, ως η χρίσις προσερχομένων εις τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν ετεροδόξων καί πεπτωκότων, εις τά εγκαίνια ναών, εις τήν καθιέρωσιν Αγίων Τραπεζών, Αντιμηνσίων καί αλλαχού.
Μέ αυτά τά αισθήματα, ευχόμενοι εύδρομον τό τής νηστείας στάδιον καί ανεμπόδιστον τήν δολιχοδρομίαν πρός τό Πάσχα τού Κυρίου, επικαλούμεθα εφ υμάς, τούς τιμιωτάτους εν Χριστώ αδελφούς καί τά ανά τήν οικουμένην τέκνα τής Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, τήν ζείδωρον χάριν καί τό μέγα έλεος τού αεί ευλογούντος τά ασκητικά κατορθώματα τού λαού Αυτού Χριστού τού Θεού.
Αγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ,βκβ/
Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν ευχέτης πάντων υμών