
Ιεροσόλυμα: Στον Πανίερο Νάο της Αναστάσεως τελέστηκε χθες, Μεγάλη Παρασκευή 30 Απριλίου, η Ακολουθία του Επιταφίου προεξάρχοντος του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ:
Τό εσπέρας τής Αγίας καί Μεγάλης Παρασκευής, 17ης/30ής Απριλίου 2021, έλαβε χώραν εις τόν Πανίερον Ναόν τής Αναστάσεως η τελετή τού Επιταφίου.
Κατά τήν τελετήν ταύτην, προεξάρχοντος τού Μακαριωτάτου Πατρός ημών καί Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ.κ. Θεοφίλου εψάλη εν αρχή εις τό Καθολικόν ο Κανών «Κύματι θαλάσσης», άχρις ού ενδυθώσιν ο Μακαριώτατος, οι Αρχιερείς καί οι Ιερείς, ανεγνώσθη τό Συναξάριον τής θεοσώμου Ταφής καί τής εις Άιδην Καθόδου τού Κυρίου καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ακολούθως ήρξατο η λιτανεία μετά δεήσεως εις έκαστον τών προσκυνημάτων καί έλαβε χώραν η άνοδος εις τόν Φρικτόν Γολγοθάν, η ανάγνωσις τού Ευαγγελίου τής Σταυρώσεως, η άρσις τού επί τής Αγίας Τραπέζης κεκοσμημένου ειλητού καί η εφάπλωσις εις τήν Αγίαν Αποκαθήλωσιν καί περιφορά τρίς πέριξ τής Αγίας Αποκαθηλώσεως, τού Αγίου Κουβουκλίου καί η εναπόθεσις αυτού επί τού Αγίου Τάφου.
Εν συνεχεία ήρχισεν η ψαλμωδία τών τριών Στάσεων τού Επιταφίου, ήτοι:
Α «Η ζωή εν Τάφω κατετέθης, Χριστέ»
τής Β «Άξιόν εστί μεγαλύνειν Σέ τόν Ζωοδότην»
τής Γ «Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τή Ταφή Σου προσφέρουσι Χριστέ μου»
Τούτων συμπληρωθέντων έλαβε χώραν τό κήρυγμα υπό τού Γέροντος Αρχιγραμματέως Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης κ. Αριστάρχου, έχον ως έπεται:
Πώς σε κηδεύσω Θεέ μου; ή πώς σινδόσιν ειλήσω,
Ποίαις χερσί δέ προσψαύσω τό σόν ακήρατον σώμα;
μεγαλύνω τά πάθη σου, υμνολογώ καί τήν ταφήν σου
σύν τή αναστάσει, κραυγάζων, Κύριε, δόξα σοι
Μέ τούς γοερούς λόγους τούτους,
Μακαριώτατε Πάτερ καί Δέσποτα,
Σεβασμία τών Ιεραρχών χορεία,
Εκλαμπρότατε κ. Γενικέ Πρόξενε τής Ελλάδος,
Ευλαβείς ιερείς,
Ευσεβείς προσκυνηταί,
Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας σύν Νικοδήμω κατεβίβασε από τού ξύλου καί ενεταφίασε εις τό καινόν τούτο μνημείον, εν ώ ουδέπω ουδείς ήν τεθειμένος, (Ιω. 19, 41) «τόν αναβαλλόμενον τό φώς ώσπερ ιμάτιον καί δι ημάς εκουσίως υπελθόντα θάνατον», Υιόν καί Λόγον τού Θεού Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν τόν Ναζωραίον.
Τού γεγονότος τούτου, τής αποκαθηλώσεως από τού σταυρού καί τής θεοσώμου ταφής καί τής εις Άιδην καθόδου τού Κυρίου καί Θεού καί Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού επιτελεί τήν μνήμην η Εκκλησία σήμερον. Επιτελεί τήν μνήμην ταύτην εις τόν Όρθρον τού υποφώσκοντος Αγίου καί Μεγάλου Σαββάτου τό εσπέρας τής σεπτής καί αιδεσίμου ημέρας ταύτης τής Αγίας καί Μεγάλης Παρασκευής εις τήν σεμνήν καί κατανυκτικήν τελετήν τού Επιταφίου.
Σήμερον βεβαίως η Εκκλησία επιτελεί πρωτίστως μνήμην σταυρού. Αναμιμνήσκεται ευγνωμόνως ότι ο Κύριος διά τήν σωτηρίαν τού γένους τών ανθρώπων προσήλθεν εκουσίως εις τόν σταυρόν, εις τόν οποίον αδίκως καί ανόμως κατεδικάσθη. Αναμιμνήσκεται τούς λόγους τού Κυρίου: «διά τούτο ο Πατήρ με αγαπά, ότι εγώ τίθημι τήν ψυχήν μου, ίνα πάλιν λάβω αυτήν. Ουδείς αίρει αυτήν απ΄ εμού αλλ΄ εγώ τίθημι αυτήν απ εμαυτού, εξουσίαν έχω θείναι αυτήν καί εξουσίαν έχω πάλιν λαβείν αυτήν», (Ιω. 10, 17- 18). Ο σταυρός ήτο η οικονομία τού Θεού, διά νά θεραπευθή τό μέγα τραύμα, ο άνθρωπος. Η σωτήριος αυτή οικονομία τού Θεού δέν καθιστά αναγκαστήν τήν εκλογήν τών σταυρωτών. Ούτοι ενήργησαν εν τώ αυτεξουσίω αυτών. Εσταύρωσαν Ιησούν τόν Ναζωραίον, επειδή εις τό πρόσωπον Αυτού δέν ανεγνώρισαν τόν Υιόν τού Θεού. Η υπ Αυτού θεραπεία ασθενών εν Σαββάτω εθεωρήθη παράβασις τού νόμου τού Θεού, η άφεσις αμαρτιών καί η φανέρωσις ότι είναι « ο Χριστός, ο Υιός τού ευλογητού», εθεωρήθη βλασφημία. (Μάρκ 14, 61). Τήν ανομίαν όμως τών ανθρώπων ο Θεος εξ αγάπης μετέστρεψεν εις ευεργεσίαν αυτών. Παρέσχεν αυτοίς άφεσιν αμαρτιών εν τώ αίματι τού Ενανθρωπήσαντος Υιού Αυτού, τώ «θεορρύτω αίματι κενωθέντι εκ τής αχράντου πλευράς τού Δεσπότου Χριστού, ως εκ τής υμνολογίας αναγράφεται καί επί τής πλάκας τής Αγίας Τραπέζης τού Φρικτού Γολγοθά. Εκ τού άπαξ εξελθόντος αίματος καί ύδατος από τής αγίας πλευράς τού Χριστού καί εκ τού καθ εκάστην εκχυννομένου εν τή θεία Ευχαριστία «αίματος τής καινής διαθήκης», (Λουκ. 22, 20) πηγάζουν «κρουνοί αφέσεως, ζωής καί σωτηρίας».
Περί τού μυστηρίου τούτου τής Θείας φιλανθρωπίας αιώνας πρίν ανεφώνησεν ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαίας, «Ιδού συνήσει ο παίς μου καί υψωθήσεται καί δοξασθήσεται καί μετεωρισθήσεται σφόδρα Ούτος τάς αμαρτίας ημών φέρει καί περί ημών οδυνάται Αυτός ετραυματίσθη διά τάς αμαρτίας ημών.. τώ μώλωπι αυτού ημείς ιάθημεν Κύριος παρέδωκεν αυτόν ταίς αμαρτίαις ημών Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη. Ησαίου (ΣΤ Ώρα Μεγάλης Παρασκευής).
Παρά τήν πρόρρησιν ταύτην τού Ησαίου καί τάς ρήσεις τών άλλων προφητών, παρά τό ότι ο Ενανθρωπήσας Κύριος «Ιησούς ο από Ναζαρέτ διήλθε» τόν επί γής βίον Αυτού «ευεργετών καί ιώμενος» (Πράξ. 10, 18), παρά τά σημεία καί τά θαύματα, παρά τό ότι «ουδείς ελάλησεν ούτως άνθρωπος» (Ιω. 7, 46), «ο λόγος ο τού σταυρού» κατά τόν μέγαν Παύλον «παραμένει διά τούς Ιουδαίους σκάνδαλον, διά τούς Έλληνας δέ μωρία (Α΄ Κορ. 1, 23», διά τούς πιστεύοντας όμως εις Αυτόν είναι «Θεού δύναμις καί Θεού σοφία», (Α΄ Κορ. 1, 18).
«Ως Θεού δύναμιν καί Θεού σοφίαν» πιστεύει καί ασπάζεται τόν σταυρόν τού Χριστού τό σώμα Αυτού η Εκκλησία, η οποία εξεπήγασε εκ τής λογχονύκτου πλευράς Αυτού. Δέχεται καί κηρύσσσει εις τόν κόσμον τόν Χριστόν ως τόν Εσταυρωμένον Νυμφίον αυτής καί ως τόν εν τή ασθενεία τού σταυρού «Βασιλέα τής δόξης», ο Οποίος εν τή δυνάμει τής εν τώ σταυρώ θυσίας καί ταπεινώσεως Αυτού κατήλθεν μετ εξουσίας Θεϊκής εις τόν Άιδην. Η κάθοδος δέ τού Χριστού εις τόν Άιδην διά τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν είναι ήδη η Ανάστασις Αυτού. Ούτως εικονίζεται εις τήν Ορθόδοξον Αγιογραφίαν, συνεγείρων τόν Άδάμ καί τούς απ αιώνος δεσμίους απογόνους αυτού καί «εισάγων πάλιν αυτούς εις τόν Παράδεισον», γεγονός τό οποίον τήν στιγμήν αυτήν μετά τού σταυρού βιούμεν. Διά τούτο καί ευγνωμονούσα η Εκκλησία ψάλλει εν ταυτώ, «τόν Σταυρόν Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα καί τήν αγίαν Σου Ανάστασιν υμνούμεν καί δοξάζομεν».
Εις τούς αποδεχομένους τόν σταυρόν τού Χριστού ως η Εκκλησία, ως «Θεού δύναμιν καί Θεού σοφίαν», συγκατέλεξεν εαυτόν καί τό έθνος ημών τό Ελληνικόν, τό Ρωμαϊκόν. Διακριθέν τούτο εις όλους τούς τομείς τής επιστήμης καί αφήσαν απαράμμιλον ευεργετικήν κλασσικήν επιστημονικήν κληρονομίαν εις τήν ανθρωπότητα, διεκρίθη, ώ τής ειρωνείας! καί εις τήν μυθολογικήν φαντασίαν καί επίνοιαν. Τό ανυπόστατον όμως τής μυθολογίας αυτού κατενόησεν, «ότε ήλθεν ο καιρός», εδέχθη τόν Χριστόν καί μετεστράφη από έθνος ειδωλολατρικόν εις έθνος χριστιανικόν, έθνος άγιον. Απαρχήν «τής μικράς ζύμης, η οποία εζύμωσε όλον τό φύραμα» (Α΄ Κορ. 5, 6) τού έθνους μας, απετέλεσαν οι πιστεύσαντες εις τό κήρυγμα τού αποστόλου Παύλου εις τόν Άρειον Πάγον, «Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, γυνή ονόματι Δάμαρις καί τινες σύν αυτοίς (Πράξ. 17, 34). Έκτοτε ημείς ως Ρωμαιορθόδοξοι δεχόμεθα ευγνωμόνως τήν δωρεάν τού «εις Χριστόν πιστεύειν καί διά Χριστόν πάσχειν» ως χάριν καί ευλογίαν καί «ως τάλαντον δοθέν διά πολλαπλασιασμόν μή κατακαυχόμενοι εις βάρος τής καλλιελαίου», (Ρωμ. 11, 24). Απεναντίας ενθυμούμεθα πάντοτε ότι ημείς όντες «αγριέλαιος», «ενεκεντρίσθημεν εις τούς κλάδους τής καλλιελαίου» καί «εγενόμεθα συγκοινωνοί τής ρίζης καί τής πιότητος αυτής», (Ρωμ. 11, 17 ). Έτι δέ καί προσευχόμεθα διά τούς σταυρωτάς τού Χριστού, ως Εκείνος από τού σταυρού προσηυχήθη διαυτούς, «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι», (Λουκ. 23, 34). Ωσαύτως συμπάσχομεν μετ΄ αυτών ως ο Παύλος, λέγων ότι: «ηυχόμην ανάθεμα είναι αυτός εγώ από Χριστού υπέρ τών αδελφών μου»,- δηλαδή θά ηυχόμουν, άν ήτο δυνατόν, νά χωρισθώ διά παντός από τόν Χριστόν χάριν τών αδελφών μου- «τών συγγενών μου κατά σάρκα, οίτινές εισι Ισραηλίται», (Ρωμ. 9, 3). Δέν λησμονούμεν δέ ότι «αμεταμέλητα τά χαρίσματα καί η κλήσις τού Θεού» (Ρωμ. 11, 29), ότι δηλαδή εις τόν σταυρόν τού Χριστού αναμένονται εισέτι οι κληθέντες πρώτοι Ιουδαίοι καί πάντες οι απιστούντες εισέτι εθνικοί. Τοιούτο ήτο καί είναι τό φρόνημα τού έθνους ημών, Παύλειον, ήτοι Ιουδαϊκόν, Ευαγγελικόν, παντάπασι δέ ουχί αντι- Ιουδαϊκόν ή Αντισημιτικόν.
Τά θαυμάσια ταύτα τού Θεού, τής σωτηρίας τών ανθρώπων εν Χριστώ Ενανθρωπήσαντι, Σταυρωθέντι, υπνώσαντι σαρκί καί Αναστάντι, η Εκκλησία Σιών τής Αγίας, « η δεξαμένη πρώτη άφεσιν αμαρτιών διά τής Αναστάσεως», κατέχει ως δωρεάν «καί παρακαταθήκην νά ζή ουχί μόνον εις τό σώμα αυτής, αλλά καί νά κηρύττη καί διαλαλή καί εν τή γή τής αποκαλύψεως αυτών. Εν τή ώρα δέ ταύτη κυκλούσα τόν όλβιον καί ζωοδόχον Τάφον, εν τή κατανυκτική Επιταφίω τελετή ταύτη, ευλογουμένη υπό τού σεπτού Προκαθημένου αυτής Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων κ. Θεοφίλου, δέεται πρωτίστως υπέρ ταχείας καί πλήρους θεραπείας τής δεινώς εκ τής λοιμώδους πανδημίας δοκιμαζομένης ανθρωπότητος, υπέρ ειρήνης καί αγαθής καταστάσεως τού σύμπαντος κόσμου, υπέρ ευσταθείας καί ομονοίας τών αγιωτάτων Ορθοδόξων τού Θεού Εκκλησιών καί υπέρ προκοπής καί προόδου τού φιλοχρίστου ημών έθνους πρός δόξαν τού εν Τριάδι Θεού ημών. Γένοιτο».
Ακολούθως εψάλησαν τά Ευλογητάρια, οι Αίνοι και ετελειώθη κατά τό Τυπικόν η κατανυκτική αύτη τελετή, ψάλλοντος τού Ιεροδιακόνου Συμεών, τού κ. Βασιλείου Γκοτσοπούλου, παρουσία τού Γενικού Προξένου τής Ελλάδος εις τά Ιεροσόλυμα κ. Ευαγγέλου Βλιώρα καί προσωπικού τού Προξενείου καί περισσοτέρων πιστών, λόγω ελαφρύνσεως τών μέτρων έναντι τού covid-19, ουχί δέ προσκυνητών, εις τούς οποίους δέν επετράπη εισέτι η είσοδος εις Ισραήλ.
Τής τελετής απολυθείσης η Πατριαρχική Συνοδεία ανήλθεν εις τά Πατριαρχεία, προετοιμαζομένη διά τήν Τελετήν τού Αγίου Φωτός.