Εορτή του Αγίου Πολυεύκτου – Αγιολόγιο

508

– 9 Ιανουαρίου: Άγιος Πολύευκτος – Ο Άγιος Πολύευκτος έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) και Ουαλεριανού (251 – 259 μ.Χ.) και ήταν στρατιωτικός.

Υπήρξε ο πρώτος που μαρτύρησε για τον Χριστό στη Μελιτηνή της Αρμενίας, όπου εκτελούσε τα στρατιωτικά του καθήκοντα.

Όταν μεταξύ των ετών 253 – 256 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ουλεριανός διέταξε σκληρό διωγμό κατά των Χριστιανών, ο Πολύευκτος δεν διστάζει να ομολογήσει την πίστη του στο στράτευμα. Όταν το πληροφορήθηκε ο αυτοκράτορας τον κάλεσε σε απολογία.

Στον πεθερό του, που τον συμβουλεύει να πειθαρχήσει στην αυτοκρατορική προσταγή, ο Πολύευκτος του υπενθυμίζει ότι οφείλουμε να πειθαρχούμε στο Θεό παρά στους ανθρώπους.

Δεν λυγίζει ακόμη και στις ικεσίες και τα δάκρυα της νεαρής συζύγου του, Παυλίνας. Παραμένει σταθερός στην πίστη του και αποκεφαλίζεται κερδίζοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου ετελείτο στο σεπτό ναό που ανήγειραν οι πιστοί στον τόπο του μαρτυρίου του, που έκειτο κοντά στην περιοχή του Φιλαδελφίου και του Ταύρου Κωνσταντινουπόλεως.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Μυηθεῖς οὐρανόθεν εὐσέβειας τὴν ἔλλαμψιν, ὤφθης στρατιώτης γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος Πολύευκτε καὶ ξίφει ἐκτμηθεῖς τὴν κεφαλήν, Μαρτύρων ἠριθμήθης τοὶς χοροίς, μεθ’ ὧν πρέσβευε θεόφρον διὰ παντός, ὑπὲρ τῶν ἐκβοώντων σοῖ, δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διά σοῦ, πάσι τὰ κρείττονα.

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Τοῦ Σωτῆρος κλίναντος ἐν Ἰορδάνῃ, κεφαλήν ἐθλάσθησαν, αἱ τῶν δρακόντων κεφαλαί, τοῦ Πολυεύκτου ἡ κάρα δέ, ἀποτμηθεῖσα τόν δόλιον ᾔσχυνε.

Μεγαλυνάριον
Πολύευκτον χάριν ἐπιποθῶν, πολύευκτον πίστιν, προσελάβου ὡς νουνεχής· ὅθεν πολυεύκτου, τρυφῆς κατηξιώθης, Πολύευκτε τρισμάκαρ, ἀθλήσας ἄριστα.

Ὁ Οἶκος
Ἐν Ἰορδάνῃ ποταμῷ, ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων, τὴν κάραν ὑποκλίνας, τὸ Βάπτισμα λαμβάνει· καὶ τῶν δρακόντων κεφαλὰς ἀοράτως συνθλάσας, ῥώμην παρέσχε τοῖς βροτοῖς κατὰ τοῦ μεγαλόφρονος, τοῦ πρὶν ἐν Παραδείσῳ πτερνίσαντος τὸν Ἀδάμ, ἐν βρώσει τῇ τοῦ ξύλου, καὶ θανάτῳ ὑποβαλόντος αὐτὸν παρ᾽ ἐλπίδα. Διὸ ὁ ἀθλητὴς νῦν Πολύευκτος, κολακείαις γυναικὸς μὴ ὑποκύψας, ἤθλησε στερρῶς, προτείνας τὴν κάραν, ἥνπερ ἀποτμηθεῖσα, τὸν δόλιον ᾔσχυνε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ τοῦ πάντων Θεοῦ, ἐν τῇ χάριτι τούτου ἐνδυναμούμενος, ὅλον μετέθηκας σαυτόν, ἐν τῇ ἀγάπῃ αὐτοῦ, διὰ Νεάρχου τοῦ πιστοῦ, συστρατιώτου σου σοφέ· διὸ νομίμως ἀθλήσας, ἀξίως ἐστεφανώθης, παρὰ Κυρίου Μάρτυς Πολύευκτε.