«Να εύχεστε μερικοί να μην αγριέψει, γιατί τότε…»

8206

Στή Σύμη, τό νησάκι τής Δωδεκανήσου μέ τά εβδομήνταεφτά εξωκκλήσια καί μοναστήρια, οι κάτοικοι ευλαβούνται ιδιαίτερα τούς Παμμεγίστους Ταξιάρχες.

Υπάρχουν εκεί εννέα μοναστήρια τών Ταξιαρχών, όσα δηλαδή καί τά τάγματα τών Ασωμάτων Αγγέλων. Τό πιό φημισμένο μοναστήρι είναι ο Πανορμίτης, αφιερωμένο στόν αρχάγγελο Μιχαήλ καί χτισμένο στά βυζαντινά χρόνια πάνω στά ερείπια αρχαίου ναού, τού Πανορμίου Ποσειδώνα.

Έτσι ο Πανορμίτης πήρε όχι μόνο τή θέση, αλλά καί τήν ιδιότητα τού αρχαίου θεού, γιατί από τότε θεωρείται προστάτης τών θαλασσινών μας. Γι αυτό τά περισσότερα συμιακά καΐκια έχουν τ όνομά του.

Άν καί τά ιστορικά στοιχεία είναι πενιχρά, είναι όμως πλούσια η συμιακή παράδοση, πού αναφέρεται στήν ίδρυση τής μονής τού Πανορμίτη: Τήν άλλη μέρα η εικόνα χάθηκε. Τή βρήκε όμως η γυναίκα στό Πάνορμο, κάτω από τό σχίνο, καί τή μετέφερε πάλι στό σπίτι της.

Αυτό επαναλήφθηκε καί τρίτη φορά, κι έκανε τήν ευλαβή γυναίκα ν απορεί καί νά λυπάται, γιατί ο Ταξιάρχη δέν ήθελε νά μείνει στό σπίτι της.

Τήν απορία της τήν έλευσε ο ίδιος ο αρχάγγελος όταν παρουσιάστηκε λαμπροντυμένος κι αστραφτερός στ όνειρο της, καί τής δήλωσε ότι θέλει νά μείνει στό Πάνορμο. Τότε εκείνη φανέρωσε στήν πόλη τό γεγονός, κι έτσι δόθηκε αφορμή καί χτίστηκε μιά μικρή εκκλησία πρός τιμήν τού αρχαγγέλου Μιχαήλ.

Αργότερα η εκκλησία έγινε μεγαλύτερη καί, τέλος σχηματίστηκε γύρω της μοναστήρι. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, η γυναίκα πού βρήκε τό εικόνισμα τού αρχαγγέλου, ήταν τό Μαριγιώ τού Πρωτενιού, μιά ευλαβής Συμιακιά, που είχε στή ζωή της καί άλλες επισκέψεις από τόν Ταξιάρχη.

Κάποτε ξεκίνησε μέ τά κορίτσια τής γειτονιάς νά πάνε στό εξωκλήσι τού Πανορμίτη γιά ν ανάψουν τά καντήλια. Η βραδιά ήταν φεγγαρόλουστη καί τό ξωκκλήσι φάνταζε ασημωμένο στήν άκρη τού μυχού τού λιμανιού.

Πέρασαν μέσα, προσκύνησαν κι άναψαν τά καντήλια. Αφού συγύρισαν, έπεσαν νά κοιμηθούν μέσα στήν εκκλησία, γιατί τό πρωί θά είχαν Λειτουργία.

Σέ λίγο όλες κοιμόταν βαθιά. Μόνο τό Μαριγιώ δέν είχε ύπνο. Ένας φόβος, μιά ανησυχία τής έσφιγγε τήν καρδιά. Επί τέλους κοιμήθηκε, μά σέ λίγο ακούει μιά βαρειά κι επιβλητική φωνή νά βγαίνει από τό ιερό:

-Μαριγιώ τού Πρωτενιού, πάρε τά κορίτσια καί φύγε!

Ξύπνησε τρομαγμένη, άναψε τό καντήλι τού αρχαγγέλου πού είχε σβήσει, καί ξανακοιμήθηκε. Σέ λίγο όμως ακούει τήν ίδια φωνή, πιό βαρειά καί προστακτική:

-Φύγε, Μαριγιώ. Φύγε σού λέω.

-Πανορμίτη μου, γιατί μέ διώχνεις; Άσε με νά πάρω έναν ύπνο! Παραπονέθηκε απλοϊκά η γυναίκα, κι έγειρε πάλι νά κοιμηθεί.

Τότε ακούει, γιά Τρίτη φορά τή φωνή, αλλ αγριεμένη τώρα καί βροντερή τόσο, πού έκανε νά τρίξει η εικόνα τού Πανορμίτη:

-Φύγε σού λέω, Μαριγιώ. Φύγε μέ τά κορίτσια! Μή θέλεις νά μέ ντροπιάσεις!

Αυτή τή φορά κι εκείνη αγριεύτηκε. Ξύπνησε τά κορίτσια καί πήραν γρήγορα τόν ανήφορο. Όταν ανέβηκαν αρκετά, γυρίζουν πίσω τους καί τί νά δούνε!

Στό λιμάνι τού Πανορμίτη είχα αράξει δυό τούρκικες φρεγάτες, κι ο τόπος τριγύρω ήταν γεμάτος από κόκκινα φέσια καί κάτασπρα σαρίκια Ο Ταξιάρχης τίς είχε γλυτώσει από τά χέρια τών Τούρκων.

* * *

Γιά τόν Πανορμίτη έχουν νά πούν, πώς άν τού τάξεις κάτι καί δέν τού τό πάς, θά σού τό πάρει οπωσδήποτε. Ακόμη, άν τού αφαιρέσεις κάτι από τό μοναστήρι, δέν θά σ αφήσει νά φύγεις, άν δέν σού τό πάρει πίσω.

Μιά συμιακή παράδοση αναφέρει, πώς τόν περασμένο αιώνα είχε προσεγγίσει στό λιμάνι τού Πανορμίτη ένα καράβι μέ Έλληνα καπετάνιο καί τούρκικο πλήρωμα. Όταν ξεκίνησαν νά φύγουν, στάθηκε αδύνατο νά βγούν απ τό λιμάνι.

Η αιτία ήταν μιά χήνα τού μοναστηριού, πού έκλεψαν οι ναύτες, τήν έσφαξαν καί τήν έφαγαν. Μόνο αφού έταξαν στόν αρχάγγελο ασημένια τή χήνα, μπόρεσε τό καράβι σαλπάρει. Σήμερα, μπροστά στό εικονοστάσι τού Πανορμίτη, κρέμεται μιά ασημένια χήνα, πού πιστοποιεί τό θαύμα.

Στό μουσείο τής μονής υπάχουν ποικίλα τάματα, πού μόνη της η θάλασσα έφερε ώς εκεί μέσα σέ μπουκάλια, κουτιά ή ομοιώματα καραβιών. Από τότε πού χτίστηκε τό μοναστήρι, οι ευλαβείς χριστιανοί έριχναν στή θάλασσα ό,τι έταζαν στόν Ταξιάρχη.

Καί τό τάμα πήγαινε μόνο του κι άραζε στό λιμάνι, αρκεί αυτός πού τό στελνε νά είχε θερμή πίστη.

Συχνά οι ναυτικοί μας, όταν κινδυνεύουν, επικαλούνται τή βοήθεια τού Πανορμίτη καί ρίχνουν τό τάμα τους μ ένα μπουκάλι στή θάλασσα. Γιατί έχουν ακούσει, ότι σίγουρα μιά μέρα θά φτάσει στόν προορισμό του.

Τότε καμπάνες τής μονής θά σημάνουν χαρμόσυνα, κι ο ηγούμενος μέ τή συνοδεία του θά κατεβεί στήν προκυμαία γιά νά τό παραλάβει. Είναι συνήθως λιβάνι, κεριά λίγα χρήματα κι ένα κομμάτι χαρτί μέ τά ονόματα αυτών πού κινδυνεύουν ή πού είναι άρρωστοι.

Ταπεινά συνήθως είναι τά τάματα τού λαού κερί καί λάδι. Υπάρχουν όμως καί τά ολόχρυσα αφιερώματα μπροστά στό εικόνισμά του, πού μαρτυρούν τίς πολλές θαυματουργικές ευεργεσίες.

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ (σελ.237-241) ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2007.