Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 – 11 – 1 Και εγένετο εν τώ ελθείν αυτόν εις οίκόν τινος των αρχόντων των Φαρισαίων σαββάτω φαγείν άρτον, και αυτοί ήσαν παρατηρούμενοι αυτόν.
2 και ιδού άνθρωπός τις ην υδρωπικός έμπροσθεν αυτού. 3 και αποκριθείς ο Ιησούς είπε προς τους νομικούς και Φαρισαίους λέγων· Ει έξεστι τώ σαββάτω θεραπεύειν; οι δε ησύχασαν.
4 και επιλαβόμενος ιάσατο αυτόν και απέλυσε. 5 και αποκριθείς προς αυτούς είπε· Τίνος υμών υιός η βούς εις φρέαρ εμπεσείται, και ουκ ευθέως ανασπάσει αυτόν εν τη ημέρα του σαββάτου; 6 και ουκ ίσχυσαν ανταποκριθήναι αυτώ προς ταύτα.
7 Έλεγε δε προς τους κεκλημένους παραβολήν, επέχων πως τας πρωτοκλισίας εξελέγοντο, λέγων προς αυτούς· 8 Όταν κληθής υπό τινος εις γάμους, μη κατακλιθής εις την πρωτοκλισίαν, μήποτε εντιμότερός σου η κεκλημένος υπ’ αυτού,
9 και ελθών ο σε και αυτόν καλέσας ερεί σοι· δός τούτω τόπον· και τότε άρξη μετ’ αισχύνης τον έσχατον τόπον κατέχειν.
10 αλλ’ όταν κληθής, πορευθείς ανάπεσε εις τον έσχατον τόπον, ίνα όταν έλθη ο κεκληκώς σε είπη σοι· φίλε, προσανάβηθι ανώτερον· τότε έσται σοι δόξα ενώπιον πάντων των συνανακειμένων σοι.
11 ότι πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΔ´ 1 – 11
1 Και όταν ο Ιησούς ήλθεν εις το σπίτι κάποιου από τους άρχοντας των Φαρισαίων εν ημέρα Σαββάτου διά να φάγη άρτον, συνέβη αυτοί να τον παρατηρούν και να τον παρακολουθούν μετά προσοχής, μήπως είπη η πράξη κάτι παράνομον και αξιοκατάκριτον.
2 Και ιδού κάποιος άνθρωπος, που έπασχεν από υδρωπικίαν, εστέκετο εμπρός του, διστάζων διά τους παρόντας νομικούς και Φαρισαίους να ζητήση φανερά την θεραπείαν του, ελπίζων όμως, ότι θα εκίνει την συμπάθειάν του.
3 Και ο Ιησούς έλαβε τον λόγον και είπε προς τους νομικούς και τους Φαρισαίους· είναι άραγε επιτετραμμένον να θεραπεύη κανείς αρρώστους κατά την ημέραν του Σαββάτου; Εκείνοι δε εσιώπησαν, διότι δεν ετόλμων να του είπουν, ότι δεν επιτρέπεται. 4 Και ο Ιησούς, αφού τον έπιασε και τον ήγγισε με τας χείρας του, τον ιάτρευσε και του έδωκε τότε την άδειαν να φύγη.
5 Και απαντών εις τους αποκρύφους διαλογισμούς των Φαρισαίων είπε προς αυτούς· Ποίου από σας ο υιός η το βώδι θα πέση μέσα εις πηγάδι και δεν θα καταβάλη πολλάς προσπαθείας και κόπους διά να τον ανασύρη απ’ εκεί κατά την ημέραν του Σαββάτου; Αφού λοιπόν θεωρείτε τούτο επιτετραμμένον, πως θα κατακρίνετε ως παραβάτην του Σαββάτου εκείνον, ο οποίος κατά την ημέραν αυτήν όχι με κοπιώδη προσπάθειαν, αλλά με απλούν λόγον βοηθεί όχι άλογον ζώον, αλλά λογικόν άνθρωπον πάσχοντα; 6 Και δεν ημπόρεσαν εις αυτά να του απαντήσουν, διότι ήτο ολοφάνερον το άδικόν των.
7 Έλεγε δε προς τους καλεσμένους εις το τραπέζι παραβολήν, διά της οποίας τους εδίδασκε την ταπεινοφροσύνην, επειδή παρετήρησε, πόσον εζήτουν και εδιάλεγαν τας πρώτας θέσεις εις το τραπέζι. Και τους είπε· 8 Όταν προσκληθής από κάποιον εις γάμους, μη καθήσης μόνος σου εις την πρώτην θέσιν· μήπως άλλος ανώτερος κατά την κοινωνικήν θέσιν και αξίαν από σε είναι προσκαλεσμένος από αυτόν, που σας εκάλεσε.
9 Και θα έλθη τότε αυτός, που εκάλεσε και σε και αυτόν, και θα σου είπη: Κάνε θέσιν και δώσε τόπον εις αυτόν. Και θα αρχίσης τότε με εντροπήν να αναζητής θέσιν, και επειδή εν τώ μεταξύ οι άλλοι έχουν καθίσει και κανείς από αυτούς δεν θα σου παραχωρή την θέσιν του, θα αναγκασθής τότε να καταλάβης την τελευταίαν θέσιν εις το τραπέζι.
10 Αλλ’ όταν προσκληθής, πήγαινε και κάθησε εις την τελευταίαν θέσιν, ώστε όταν έλθη αυτός, που σε έχει καλέσει, να σου είπη· Φίλε, ανέβα παραπάνω και κάθισε υψηλότερα εις θέσιν τιμητικωτέραν. Και τότε θα σου αποδοθή τιμή εμπρός εις όλους εκείνους, που παρακάθηνται μαζί με σε εις το τραπέζι.
11 Ο εξευτελισμός δε αυτός εκείνου, που παίρνει μόνος του την πρώτην θέσιν, και η τιμή εκείνου, που αφίνει εις τους άλλους να του προσφέρουν την πρώτην θέσιν, θα γίνουν, διότι ισχύει ο γενικός νόμος και κανών: Καθένας που υψώνει μόνος του τον εαυτόν του θα ταπεινωθή και καθένας που ταπεινώνει τον εαυτόν του θα υψωθή.