
Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 29 – 35 – 29 Και ευθέως εκ της συναγωγής εξελθόντες ήλθον εις την οικίαν Σίμωνος και Ανδρέου μετά Ιακώβου και Ιωάννου.
30 η δε πενθερά Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα, και ευθέως λέγουσιν αυτώ περί αυτής. 31 και προσελθών ήγειρεν αυτήν κρατήσας της χειρός αυτής· και αφήκεν αυτήν ο πυρετός ευθέως, και διηκόνει αυτοίς.
32 Οψίας δε γενομένης, ότε έδυ ο ήλιος, έφερον προς αυτόν πάντας τους κακώς έχοντας και τους δαιμονιζομένους·
33 και ην η πόλις όλη επισυνηγμένη προς την θύραν· 34 και εθεράπευσε πολλούς κακώς έχοντας ποικίλαις νόσοις, και δαιμόνια πολλά εξέβαλε, και ουκ ήφιε λαλείν τα δαιμόνια, ότι ήδεισαν αυτόν Χριστόν είναι.
35 Και πρωΐ έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον, κακεί προσηύχετο.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Α´ 29 – 35
29 Και αμέσως αφού εβγήκαν από την συναγωγήν, ήλθαν μαζί με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην εις το σπίτι του Σίμωνος και του Ανδρέα. 30 Η πενθερά δε του Πέτρου ήτο κατάκοιτος από πυρετόν. Και αμέσως του είπαν δι’ αυτήν, ότι είναι ασθενής.
31 Και αφού επλησίασεν εις το κρεββάτι της, την έπιασεν από το χέρι και την εσήκωσε. Και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός και επειδή δεν ησθάνετο ουδέ την παραμικράν εξάντλησιν, τους υπηρέτει. 32 Και όταν έγινεν εσπέρα και έδυσεν ο ήλιος, του έφεραν όλους τους ασθενείς της περιφερείας εκείνης και τους κατεχομένους από δαιμόνια.
33 Και όλοι οι κάτοικοι της πόλεως είχαν μαζευθή πλησίον της θύρας της οικίας του Πέτρου.
34 Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχον από διάφορα είδη ασθενείας, και πολλά δαιμόνια έβγαλεν από εκείνους, που υπέφεραν από αυτά. Και δεν άφινεν ο Ιησούς τα δαιμόνια να ομιλούν, διότι τον εγνωριζαν, ότι είναι ο Χριστός και εμαρτύρουν περί τούτου, είτε διά να φαίνωνται σύμμαχοι και συνεργάται του, και ύπουλα να ελκύσουν την εμπιστοσύνην του κόσμου, είτε και διά να προκαλέσουν παράκαιρον συναγερμόν του λαού υπέρ του Ιησού, που θα εδημιούργει πειρασμούς και εμπόδια εις το έργον του.
35 Και το πρωΐ πολύ πριν ξημερώση, όταν ακόμη ήτο κατασκότεινα, αφού εσηκώθη, εβγήκε και επήγεν εις τόπον έρημον και εκεί προσηύχετο.