Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 1 – 31 – 1 και αναστάν άπαν το πλήθος αυτών ήγαγον αυτόν επί τον Πιλάτον.
2 ήρξαντο δε κατηγορείν αυτού λέγοντες Τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν βασιλέα είναι.
3 ο δε Πιλάτος ηρώτησεν αυτόν λέγων συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων ; ο δε αποκριθείς αυτώ έφη συ λέγεις.
4 ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους ότι ουδέν ευρίσκω αίτιον εν τω ανθρώπω τούτω. 5 οι δε επίσχυον λέγοντες ότι ανασείει τον λαόν διδάσκων καθ όλης της Ιουδαίας, αρξάμενος από της Γαλιλαίας έως ώδε. 6 Πιλάτος δε ακούσας Γαλιλαίαν επηρώτησεν ει ο άνθρωπος Γαλιλαίός εστι
7 και επιγνούς ότι εκ της εξουσίας Ηρώδου εστίν, ανέπεμψεν αυτόν προς Ηρώδην, όντα και αυτόν εν Ιεροσολύμοις εν ταύταις ταις ημέραις. 8 ο δε Ηρώδης ιδών τον Ιησούν εχάρη λίαν ην γαρ εξ ικανού θέλων ιδείν αυτόν δια το ακούειν αυτόν πολλά περί αυτού, και ήλπιζέ τι σημείον ιδείν υπ αυτού γινόμενον. 9 επηρώτα δε αυτόν εν λόγοις ικανοίς αυτός δε ουδέν απεκρίνατο αυτώ.
10 ειστήκεισαν δε οι γραμματείς και οι αρχιερείς εντόνως κατηγορούντες αυτού. 11 εξουθενήσας δε αυτόν ο Ηρώδης συν τοις στρατεύμασιν αυτού και εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν ανέπεμψεν αυτόν τω Πιλάτω. 12 εγένοντο δε φίλοι ο τε Ηρώδης και ο Πιλάτος εν αυτή τη ημέρα μετ αλλήλων προϋπήρχον γαρ εν έχθρα όντες προς εαυτούς.
13 Πιλάτος δε συγκαλεσάμενος τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν 14 είπε προς αυτούς Προσηνέγκατέ μοι τον άνθρωπον τούτον ως αποστρέφοντα τον λαόν, και ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ αυτού. 15 αλλ ουδέ Ηρώδης ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ. 16 παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω.
17 ανάγκην δε είχεν απολύειν αυτοίς κατά εορτήν ένα. 18 ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες Αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν 19 όστις ην δια στάσιν τινά γενομένην εν τη πόλει και φόνον βεβλημένος εις την φυλακήν. 20 πάλιν ουν ο Πιλάτος προσεφώνησε, θέλων απολύσαι τον Ιησούν.
21 οι δε επεφώνουν λέγοντες Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. 22 ο δε τρίτον είπε προς αυτούς τι γαρ κακόν εποίησεν ούτος ; ουδέν άξιον θανάτου εύρον εν αυτώ παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω. 23 οι δε επέκειντο φωναίς μεγάλαις αιτούμενοι αυτόν σταυρωθήναι, και κατίσχυον αι φωναί αυτών και των αρχιερέων. 24 ο δε Πιλάτος επέκρινε γενέσθαι το αίτημα αυτών,
25 απέλυσε δε αυτοίς τον Βαραββάν τον δια στάσιν και φόνον βεβλημένον εις την φυλακήν, ον ητούντο, τον δε Ιησούν παρέδωκε τω θελήματι αυτών. 26 και ως απήγαγον αυτόν, επιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου, ερχομένου απ αγρού, επέθηκαν αυτώ τον σταυρόν φέρειν οπίσω του Ιησού. 27 Ηκολούθει δε αυτώ πολύ πλήθος του λαού και γυναικών, αι και εκόπτοντο και εθρήνουν αυτόν.
28 στραφείς δε προς αυτάς ο Ιησούς είπε Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ εμέ, πλην εφ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών. 29 ότι ιδού έρχονται ημέραι εν αις ερούσι μακάριαι αι στείραι και κοιλίαι αι ουκ εγέννησαν, και μαστοί οι ουκ εθήλασαν. 30 τότε άρξονται λέγειν τοις όρεσι, πέσετε εφ ημάς, και τοις βουνοίς, καλύψατε ημάς 31 ότι ει εν τω υγρώ ξύλω ταύτα ποιούσιν, εν τω ξηρώ τι γένηται ;
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 33 – 33
33 και ότε απήλθον επί τον τόπον τον καλούμενον Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους, ον μεν εκ δεξιών, ον δε εξ αριστερών.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 44 – 56
44 ην δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ όλην την γην έως ώρας ενάτης, του ηλίου εκλειπόντος, 45 και εσχίσθη το καταπέτασμα του ναού μέσον 46 και φωνήσας φωνή μεγάλη ο Ιησούς είπε Πάτερ, εις χείράς σου παρατίθεμαι το πνεύμά μου και ταύτα ειπών εξέπνευσεν. 47 ιδών δε ο εκατόνταρχος το γενόμενον εδόξασε τον Θεόν λέγων Όντως ο άνθρωπος ούτος δίκαιος ην.
48 και πάντες οι συμπαραγενόμενοι όχλοι επί την θεωρίαν ταύτην, θεωρούντες τα γενόμενα, τύπτοντες εαυτών τα στήθη υπέστρεφον. 49 ειστήκεισαν δε πάντες οι γνωστοί αυτού από μακρόθεν, και γυναίκες αι συνακολουθήσασαι αυτώ από της Γαλιλαίας, ορώσαι ταύτα. 50 και ιδού ανήρ ονόματι Ιωσήφ, βουλευτής υπάρχων και ανήρ αγαθός και δίκαιος 51 – ούτος ουκ ην συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει αυτών – από Αριμαθαίας πόλεως των Ιουδαίων, ος προσεδέχετο και αυτός την βασιλείαν του Θεού,
52 ούτος προσελθών τω Πιλάτω ητήσατο το σώμα του Ιησού, 53 και καθελών αυτό ενετύλιξε σινδόνι και έθηκεν αυτό εν μνήματι λαξευτώ, ου ουκ ην ουδείς ουδέπω κείμενος
54 και ημέρα ην παρασκευή, σάββατον επέφωσκε. 55 Κατακολουθήσασαι δε αι γυναίκες, αίτινες ήσαν συνεληλυθυίαι αυτώ εκ της Γαλιλαίας, εθεάσαντο το μνημείον και ως ετέθη το σώμα αυτού, 56 υποστρέψασαι δε ητοίμασαν αρώματα και μύρα. και το μεν σάββατον ησύχασαν κατά την εντολήν.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 1 – 31
1 και αφού εσηκώθη όλον το πλήθος των πρεσβυτέρων και αρχιερέων και γραμματέων, που απετέλουν το συνέδριον, έφεραν τον Ιησούν εις τον Πιλάτον. 2 Ήρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν Αυτόν τον ηύραμε να διαστρέφη και να παρακινή εις επανάστασιν το έθνος και να εμποδίζη να δίδωμεν φόρους εις τον Καίσαρα. και όλα αυτά τα έκαμε, διότι λέγει δια τον εαυτόν του, ότι είναι ο Χριστός, δηλαδή είναι βασιλεύς.
3 ο δε Πιλάτος ηρώτησε τον Ιησούν και του είπε συ ο αβοήθητος και εγκαταλελειμμένος είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων ; ο δε Ιησούς του απεκρίθη και είπεν το λέγεις και συ ότι είμαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων. η βασιλεία μου όμως δεν είναι, όπως την εννοείς συ και οι κατήγοροί μου.
4 ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τα πλήθη του λαού δεν ευρίσκω τίποτε το ένοχον και αξιοκατάκριτον εις τον άνθρωπον αυτόν. 5 αλλ αυτοί με δύναμιν και επιμονήν μεγαλυτέραν κατηγόρουν τον Ιησούν και έλεγαν, ότι αναστατώνει τον λαόν, και διδάσκει το επαναστατικόν του κήρυγμα εις όλην την Ιουδαίαν, διότι το ήρχισεν από την Γαλιλαίαν και το μετέφερεν έως εδώ. 6 ο Πιλάτος δε, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαίαν, ηρώτησεν εάν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος.
7 και όταν επληροφορήθη ότι ο Ιησούς είναι από την επαρχίαν της εξουσίας και δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν εις τον Ηρώδην, που ήτο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα κατά τας ημέρας αυτάς του Πάσχα.
8 ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησούν, εχάρη πολύ διότι επεθύμει από πολύν καιρόν να τον ίδη, επειδή ήκουε πολλά δι αυτόν και ήλπιζε τώρα να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται υπ αυτού. 9 τον ηρώτα δε ο Ηρώδης και του προέβαλλε ζητήματα και ερωτήσεις πολλάς. ο Ιησούς όμως ουδεμίαν απόκρισιν έδωκεν εις αυτόν.
10 Έστεκαν δε οι γραμματείς και οι αρχιερείς και με επιμονήν και ζωηρότητα κατηγόρουν τον Ιησούν. 11 Αφού δε τον εξηυτέλισεν ο Ηρώδης μαζί με το στράτευμά του και αφού τον ενέπαιξε, τον ενέδυσε προς μεγαλύτερον εμπαιγμόν λαμπράν ηγεμονικήν στολήν και τον έστειλε πάλιν εις τον Πιλάτον.
12 με την κολακευτικήν δε ταύτην φιλοφροσύνην, που έκαμεν ο Πιλάτος αποστείλας εις τον Ηρώδην τον Ιησούν, συνεφιλιώθησαν κατ αυτήν την ημέραν μεταξύ των και οι δύο, και ο Πιλάτος δηλαδή και ο Ηρώδης, διότι προτήτερα είχαν έχθραν μεταξύ των.
13 ο Πιλάτος δε αφού συνεκάλεσε τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν, 14 είπε προς αυτούς μου έφερατε τον άνθρωπον αυτόν και τον εκατηγορήσατε, ότι αποτρέπει και απομακρήνει τον λαόν από την υπακοήν και νομιμοφροσύνην προς τον Καίσαρα. και ιδού εγώ, αφού τον ανέκρινα εμπρός σας, δεν ηύρα εις τον άνθρωπον αυτόν τίποτε το ένοχον και αξιοκατάκριτον από όλα αυτά, που τον κατηγορείτε.
15 αλλ ούτε ο Ηρώδης εύρεν ενοχήν. και η ανάκρισις αυτή του Ηρώδου ήτο σοβαρά, διότι έστειλα προς αυτόν και σας δια να διατυπώσετε μόνοι σας τας κατηγορίας εις τον Ηρώδην. και ιδού απεδείχθη, ότι δεν έχει διαπραχθή από αυτόν κανέν έγκλημα άξιον της ποινής του θανάτου.
16 Λοιπόν, αφού του επιβάλω κάποιαν σωφρονιστικήν ποινήν και τον μαστιγώσω, θα τον απολύσω. 17 Υπεχρεούτο δε ο Πιλάτος από έθιμον κάθε εορτήν του Πάσχα να αφίνη ελεύθερον προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον. 18 Εφώναξε δε όλον μαζί το πλήθος και είπαν Σήκωσε αυτόν από το μέσον θανάτωσέ τον, άφησέ μας δε ελεύθερον τον Βαραββάν,
19 ο οποίος είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινεν εις την πόλιν των Ιεροσολύμων, και δια κάποιον φόνον. 20 Πάλιν λοιπόν ο Πιλάτος εφώναξε και ωμίλησε προς τον λαόν, επειδή ήθελε να αφήση ελεύθερον τον Ιησούν. 21 Αυτοί όμως εφώναζαν δυνατά και έλεγον Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν.
22 ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν τους είπε θα τον αφήσω ελεύθερον και δεν θα τον σταυρώσω. Διότι τι κακόν έκαμεν αυτός ; δεν εύρον εις αυτόν τίποτε το άξιον της ποινής του θανάτου. θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον αφήσω ελεύθερον.
23 Αυτοί όμως επέμενον με μεγάλας φωνάς και εζήτουν να σταυρωθή ούτος. και υπερίσχυον αι φωναί αυτών και των αρχιερέων, ώστε να μη ακούεται η φωνή του Πιλάτου. 24 ως εκ τούτου δε ο Πιλάτος έβγαλε την οριστικήν απόφασιν να γίνη αυτό, που εζήτουν.
25 τους αφήκε δε ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος είχε ριφθή εις την φυλακήν δια στάσιν και φόνον, και του οποίου την απόλυσιν εζήτουν οι Ιουδαίοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε να τον κάνουν ο, τι αυτοί ήθελαν, δηλαδή να τον σταυρώσουν.
26 και όταν τον επήγαιναν εις τον τόπον της σταυρώσεως, επειδή ο Ιησούς είχεν εξαντληθή και δεν άντεχε πλέον να βαστάζη τον σταυρόν του, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, και έβαλαν επί των ώμων του τον σταυρόν, δια να τον φέρη οπίσω από τον Ιησούν
27 τον ηκολούθει δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εστηθοκοπούντο και τον έκλαιον. 28 Αφού δε έστρεψε προς αυτάς ο Ιησούς είπε Γυναίκες, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι εμέ, αλλά κλαίετε τους εαυτούς σας και τα παιδιά σας.
29 Διότι ιδού, έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν Καλότυχες είναι αι στείραι γυναίκες και κοιλίαι, που δεν εγέννησαν, και μαστοί που δεν εθήλασαν μικρά. Διότι εκείναι, που θα έχουν παιδιά, θα θλίβονται πολύ, επειδή θα αισθάνωνται την δυστυχίαν και τα δεινά των παιδιών τους.
30 Τότε κατά τας ημέρας εκείνας, επειδή δεν θα ημπορούν να υποφέρουν τα δεινά, θα αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη πέσατε επάνω μας και εις τα βουνά θα λέγουν σκεπάσατέ μας, να αποθάνωμεν δια μιας και να γλυτώσωμεν από τα ανυπόφορα βάσανα.
31 και θα είναι πράγματι ανυπόφορα τα βάσανα, διότι εάν εις εμέ, που είμαι αθώος και ομοιάζω προς χλωρόν δένδρον, επειδή έχω θείαν ζωήν, κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, εις σας, που είσθε δένδρον ξηρόν και νεκρόν ένεκα της αμαρτίας, τι θα συμβή ;
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 33 – 33
33 και όταν έφθασαν εις τον τόπον, που λόγω του εξωτερικού σχήματός του ελέγετο κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους κακούργους, τον ένα μεν δεξιά του Ιησού, τον άλλον δε αριστερά.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΓ/ 44 – 56
44 Ήτο δε ώρα περίπου εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημβρία. και έγινε σκότος εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα, και εσκοτείνιασεν ο ήλιος. 45 και εσχίσθη εις το μέσον το παραπέτασμα, που εχώριζεν εις τον ναόν τα Άγια από τα Άγια των Αγίων.
46 και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε Πάτερ, γεμάτος ελπίδα και εμπιστοσύνην εις σε, παραδίδω εις τας χείρας σου την λογικήν και αθάνατον ψυχήν μου. και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξεψύχησεν.
47 Όταν δε είδεν ο εκατόνταρχος αυτό που έγινε, το σκότος δηλαδή και τον σεισμόν, αλλά και τον τρόπον, με τον οποίον ο Χριστός, ως άνθρωπος που ώριζε την ζωήν του, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Πατέρα του, εδόξασε τον Θεόν με την ομολογίαν αυτήν, που είπε Πράγματι αυτός ο άνθρωπος ήτο δίκαιος και δεν ηπατάτο, όταν έλεγε τον εαυτόν του υιον του Θεού.
48 και όλα τα πλήθη του λαού, που είχαν έλθει μαζί εκ περιεργείας δια να ίδουν το θέαμα αυτό της θανατικής εκτελέσεως, όταν είδαν όσα έγιναν, εγύριζαν οπίσω εις την πόλιν κτυπώντες τα στήθη των εις εκδήλωσιν λύπης και μετανοίας.
49 Όλοι δε οι γνωστοί του καθώς και αι γυναίκες, που τον ηκολούθησαν μαζί από την Γαλιλαίαν, εστέκοντο από μακρυά και έβλεπαν και τα περιστατικά της σταυρώσεως του Κυρίου και τα σημεία, που ετρόμαξαν όλους, και την επάνοδον των ανθρώπων, που εκτύπων τα στήθη των.
50 και ιδού παρουσιάζεται ένας άνθρωπος, που ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος του ιουδαϊκού συνεδρίου δηλαδή, άνθρωπος καλός και ευεργετικός, συγχρόνως δε και ενάρετος.
51 Αυτός δεν είχε συμφωνήσει εις την απόφασιν, που έλαβαν κατά του Ιησού και ούτε εις τα μέτρα και την ενέργειάν των, δια των οποίων εξησφάλισαν την επικύρωσιν και την εκτέλεσιν της αποφάσεως. Ήτο δε από την πόλιν των Ιουδαίων Αριμαθαίαν και είχε πιστεύσει εις το περί βασιλείας του Θεού κήρυγμα του Ιησού και επερίμενε και αυτός μαζί με τόσους άλλους μαθητάς την βασιλείαν ταύτην.
52 ο διακεκριμένος λοιπόν και ενάρετος αυτός άνθρωπος παρουσιάσθη εις τον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
53 και αφού το εκατέβασεν από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνα και το έθεσεν εις μνημείον σκαλισμένον μέσα εις βράχον, εις το οποίον κανείς ακόμη δεν είχε αποτεθή και ταφή. 54 και ήτο ημερα Παρασκευή διότι δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος. Επλησίαζεν όμως με το εσπερινόν φως να αρχίση το Σάββατον.
55 Παρηκολούθησαν δε μέχρι τέλους την ταφήν αι γυναίκες, αι οποίαι είχον έλθει μαζί με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και παρετήρησαν με προσοχήν την τοποθεσίαν του μνημείου, καθώς και το πως, σαβανωμένον και τυλιγμένον εις την σινδόνα, ετέθη εις αυτό το σώμα του Ιησού.
56 Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ετοίμασαν προ της δύσεως του ηλίου βοτάνια αρωματικά και έλαια ευώδη. και κατά μεν το Σάββατον ησύχασαν σύμφωνα με την εντολήν, που επιβάλλει αργίαν κατά το Σάββατον.