Το Ευαγγέλιο της Παρασκευής 26 Νοεμβρίου 2021

674

: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ/ 12 – 28 – 12 είπεν ούν Άνθρωπός τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτώ βασιλείαν καί υποστρέψαι.

13 καλέσας δέ δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνάς καί είπε πρός αυτούς πραγματεύσασθε εν ώ έρχομαι.

14 οι δέ πολίται αυτού εμίσουν αυτόν, καί απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ ημάς.

15 καί εγένετο εν τώ επανελθείν αυτόν λαβόντα τήν βασιλείαν, καί είπε φωνηθήναι αυτώ τούς δούλους τούτους οίς έδωκε τό αργύριον, ίνα επιγνώ τίς τί διεπραγματεύσατο.

16 παρεγένετο δέ ο πρώτος λέγων κύριε, η μνά σου προσειργάσατο δέκα μνάς.

17 καί είπεν αυτώ εύ, αγαθέ δούλε! ότι εν ελαχίστω πιστός εγένου, ίσθι εξουσίαν έχων επάνω δέκα πόλεων.

18 καί ήλθεν ο δεύτερος λέγων κύριε, η μνά σου, εποίησε πέντε μνάς.

19 είπε δέ καί τούτω καί σύ γίνου επάνω πέντε πόλεων.

20 καί έτερος ήλθε λέγων κύριε, ιδού η μνά σου, ήν είχον αποκειμένην εν σουδαρίω.

21 εφοβούμην γάρ σε, ότι άνθρωπος αυστηρός εί αίρεις ό ουκ έθηκας, καί θερίζεις ό ουκ έσπειρας, καί συνάγεις όθεν ου διεσκόρπισας.

22 λέγει αυτώ εκ τού στόματός σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε. ήδεις ότι άνθρωπος αυστηρός ειμι εγώ, αίρων ό ουκ έθηκα, καί θερίζων ό ουκ έσπειρα καί συνάγων όθεν ου διεσκόρπισα.

23 καί διατί ουκ έδωκας τό αργύριόν μου επί τήν τράπεζαν, καί εγώ ελθών σύν τόκω άν έπραξα αυτό;

24 καί τοίς παρεστώσιν είπεν άρατε απ αυτού τήν μνάν καί δότε τώ τάς δέκα μνάς έχοντι.

25 καί είπον αυτώ κύριε, έχει δέκα μνάς.

26 λέγω γάρ υμίν ότι παντί τώ έχοντι δοθήσεται, από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται απ αυτού.

27 πλήν τούς εχθρούς μου εκείνους, τούς μή θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ αυτούς, αγάγετε ώδε καί κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.

28 Καί ειπών ταύτα επορεύετο έμπροσθεν αναβαίνων εις Ιεροσόλυμα.

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ/ 12 – 28

12 Είπε λοιπόν κάποιος άνθρωπος καταγόμενος από λαμπρόν καί υψηλόν γένος επήγεν εις μακρυνήν χώραν διά νά λάβη βασιλείαν καί ύστερα νά επιστρέψη. (Είναι φανερόν ότι ουδείς άλλος είναι ευγενέστερος τού Κυρίου, τόσον διά τήν θείαν προαιώνιον γέννησιν αυτού ως Υιού τού Θεού, όσον καί διά τήν βασιλικήν καταγωγήν αυτού ως ανθρώπου. Όντως δέ παραλαβών ο Κύριος τήν εν ουρανοίς βασιλείαν διά τής αναλήψεως αυτού, μέλλει μετά χρόνον πολύν νά επιστρέψη ένδοξος κατά τήν δευτέραν αυτού παρουσίαν).

13 Αφού δέ εκάλεσε δέκα δούλους ιδικούς του, τούς έδωκε δέκα χρυσά εκατοντάδραχμα, ήτοι από εν εκατοντάδραχμον εις τόν καθένα, καί είπε πρός αυτούς Εμπορευθήτε μέ τό κεφάλαιον αυτό, έως ότου έλθω. (Εν τώ μεταξύ τουτέστιν εμπιστεύεται ο Κύριος εις πάντας τούς πιστούς χαρίσματα καί τάλαντα διάφορα, διά νά χρησιμοποιήσουν αυτά επ αγαθώ εαυτών καί τού πλησίον, καί επιφυλάσσεται νά ζητήση λόγον διά τόν καθένα μας, όταν θά επανέλθη κατά τήν δευτέραν παρουσίαν του).

14 Οι δέ συμπολίται του (οι Ιουδαίοι τουτέστιν) εμίσουν αυτόν (τόν Ιησούν) καί απέστειλαν επιτροπήν εξ αντιπροσώπων από πίσω του καί έλεγαν· Δέν θέλομεν αυτόν νά γίνη βασιλεύς μας. (Αυτή ήτο καί είναι η περί τού Ιησού ευχή τών απίστων Ιουδαίων πρός τόν Θεόν).

15 Καί όταν αυτός επανήλθεν, αφού έλαβε τήν βασιλείαν, είπε νά τού φωνάξουν τούς δούλους αυτούς, εις τούς οποίους έδωκε τά χρήματα, διά νά μάθη τί ο καθένας των μέ τό εμπόριόν του εκέρδησε.

16 Ήλθε δέ ο πρώτος καί είπε Κύριε, τό εκατοντάδραχμόν σου καί όχι η ιδική μου εργασία εκέρδησε δέκα ακόμη εκατοντάδραχμα.

17 Καί είπεν εις αυτόν ο κύριος εύγε, καλέ μου δούλε, διότι εις τό ελάχιστον ποσόν τού ενός εκατονταδράχμου δέν αδιαφόρησες, αλλ εδείχθης πιστός εις ό,τι σού παρήγγειλα. Λάβε τώρα πλησίον μου τιμήν καί δόξαν βασιλικήν καί έχε μονίμως εξουσίαν επί δέκα πόλεων τού βασιλείου μου.

18 Καί ήλθεν ο δεύτερος καί είπε Κύριε, τό εκατονταδραχμόν σου έβγαλε κέρδος άλλα πέντε εκατοντάδραχμα.

19 Είπε δέ ο κύριος καί εις τόν δούλον τούτον Καί σύ λάβε εξουσίαν επί πέντε πόλεων τού βασιλείου μου.

20 Καί άλλος δούλος ήλθε καί είπε Κύριε, ιδού τό εκατοντάδραχμόν σου, τό οποίον είχα δεμένον καί φυλαγμένον εις μανδήλιον.

21 Καί τό εφύλαττον δεμένον, διότι σέ εφοβούμην, επειδή είσαι άνθρωπος δύσκολος καί απαιτητικός. Παίρνεις σάν νά ήτο ιδικόν σου εκείνο, πού δέν τό έβαλες σύ, αλλά τό έβαλαν εκεί άλλος, εις τόν οποίον καί ανήκει. Καί θερίζεις τό χωράφι, τό οποίον δέν έσπειρες καί μαζεύεις από αλώνι, εις τό οποίον δέν εσκόρπισες καί δέν ελίχνισες αυτά, πού παίρνεις. Απαιτείς δηλαδή εκείνα, διά τά οποία δέν εκοπίασες σύ, αλλ εκοπίασαν άλλοι καί σύ τά ευρίσκεις έτοιμα.

22 Είπε δέ πρός αυτόν ο κύριος Από τά λόγια τού στόματός σου θά σέ κρίνω καί θά σέ καταδικάσω, κακέ δούλε. Διότι, όπως ωμολόγησες, εγνώριζες, ότι είμαι άνθρωπος δύσκολος καί σκληρός, πού παίρνω ό,τι δέν έβαλα καί θερίζω ό,τι δέν έσπειρα, καί μαζεύω απ εκεί όπου δέν εσκόρπισα εις τό αλώνι, διά νά λιχνισθή εις τόν αέρα.

23 Αφού λοιπόν μέ ήξερες τέτοιον, διατί δέν έβαλες τό χρήμα μου εις τήν τράπεζαν, όπου καί περισσότερον ασφαλισμένον θά ήτο, αλλά καί εγώ όταν θά ηρχόμην, θά τό εισέπραττον από εκεί μέ τόν τόκον του;

24 Καί εις εκείνους, πού παρέστεκαν εκεί, είπε Πάρετε από αυτόν τό εκατοντάδραχμον καί δώσατέ το εις εκείνον, πού έχει κερδήσει τά δέκα εκατοντάδραχμα.

25 Καί είπαν πρός αυτόν εκείνοι Κύριε, αυτός έχει δέκα εκατοντάδραχμα.

26 Εκτελέσατε τήν διαταγήν μου καί δώσατε τό εκατοντάδραχμον εις εκείνον, πού έχει τά δέκα. Διότι σάς λέγω, εις καθένα, ο οποίος έχει πίστιν καί προθυμίαν καί εργατικότητα καί ηύξησε τά χαρίσματα, πού τού εδόθησαν, θά δοθή τιμή καί αμοιβή καί χαρίσματα ακόμη περισσότερα καί μεγαλύτερα από εκείνον δέ πού δέν έχει επιμέλειαν καί προθυμίαν καί παρημέλησε τά δοθέντα εις αυτόν χαρίσματα, θά αφαιρεθή καί θά παρθή από αυτόν καί τό ολίγον χάρισμα, τό οποίον κατακρατεί παραμελημένον καί ακαλλιέργητον.

27 Αλλά καί τούς εχθρούς μου εκείνους, πού δέν ηθέλησαν νά βασιλεύσω επ αυτών, φέρετέ τους εδώ καί κατασφάξατέ τους εμπρός μου. Ρίψατέ τους εις τόν αιώνιον θάνατον, τού οποίου προαναγγελία καί προεικόνισις υπήρξεν η επί τού Τίτου πανωλεθρία τής Ιερουσαλήμ καί τών Ιουδαίων.

28 Καί αφού είπε ταύτα, εξηκολούθει νά προχωρή πρός τά εμπρός καί νά αναβαίνη εις τά Ιεροσόλυμα.