Το Ευαγγέλιο της Παρασκευής 25 Φεβρουαρίου 2022

333

: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 20 – 20 – 20 καί ότε ενέπαιξαν αυτώ, εξέδυσαν αυτόν τήν πορφύραν καί ενέδυσαν αυτόν τά ιμάτια τά ίδια, καί εξάγουσιν αυτόν ίνα σταυρώσωσιν αυτόν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 22 – 22

22 Καί φέρουσιν αυτόν επί Γολγοθάν τόπον, ό εστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 25 – 25

25 ήν δέ ώρα τρίτη καί εσταύρωσαν αυτόν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 33 – 41

33 Γενομένης δέ ώρας έκτης σκότος εγένετο εφ όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης 34 καί τή ώρα τή ενάτη εβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων Ελωί Ελωί, λιμά σαβαχθανί; ό εστι μεθερμηνευόμενον, ο Θεός μου ο Θεός μου, εις τί με εγκατέλιπες;

35 καί τινες τών παρεστηκότων ακούσαντες έλεγον Ίδε Ηλίαν φωνεί. 36 δραμών δέ είς καί γεμίσας σπόγγον όξους περιθείς τε καλάμω επότιζεν αυτόν λέγων Άφετε ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας καθελείν αυτόν.

37 ο δέ Ιησούς αφείς φωνήν μεγάλην εξέπνευσε. 38 Καί τό καταπέτασμα τού ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω. 39 Ιδών δέ ο κεντυρίων ο παρεστηκώς εξ εναντίας αυτού ότι ούτω κράξας εξέπνευσεν, είπεν Αληθώς ο άνθρωπος ούτος υιός ήν Θεού.

40 Ήσαν δέ καί γυναίκες από μακρόθεν θεωρούσαι, εν αίς ήν καί Μαρία η Μαγδαληνή καί Μαρία η τού Ιακώβου τού μικρού καί Ιωσή μήτηρ καί Σαλώμη, 41 αί καί ότε ήν εν τή Γαλιλαία ηκολούθουν αυτώ καί διηκόνουν αυτώ, καί άλλαι πολλαί αι συναναβάσαι αυτώ εις Ιεροσόλυμα.

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 20 – 20

20 Καί όταν τόν ενέπαιξαν, τού έβγαλαν τόν κόκκινον μανδύαν καί τόν έντυσαν τά ιδικά του ρούχα καί τόν έβγαλαν έξω από τήν πόλιν διά νά τόν σταυρώσουν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 22 – 22

22 Καί τόν έφεραν εις τόν τόπον τού Γολγοθά, όνομα, πού όταν μεταφραστή, σημαίνει τόπος κρανίου.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 25 – 25

25 Ήτο δέ ώρα τρείς από τήν ανατολήν τού ηλίου καί τόν εσταύρωσαν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 33 – 41

33 Όταν δέ η ώρα έγινεν έξ από τήν ανατολήν τού ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, έγινε σκότος εις όλην τήν γήν μέχρι τάς εννέα, τουτέστιν έως τάς τρείς τό απογεύμα. 34 Καί κατά τήν ενάτην ώραν εφώναξε μέ μεγάλη φωνή ο Κύριος Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί, τό οποίον, όταν εξηγηθή εις τήν ελληνικήν γλώσσαν, σημαίνει Θεέ μου, Θεέ μου, διατί μέ εγκατέλιπες;

35 Καί μερικοί από εκείνους, πού έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν αυτό, έλεγαν Ιδού φωνάζει τόν Ηλίαν. 36 Έτρεξε δέ ένας καί εγέμισε μέ ξίδι ένα σφουγγάρι, καί αφού τό έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τόν επότιζε λέγων Αφήσατέμε καί μή μέ εμποδίζετε νά προλάβω τήν λιποθυμίαν του, διά νά ίδωμεν, εάν θά έλθη ο Ηλίας νά τόν κατεβάση.

37 Ο δέ Ιησούς αφήκε φωνήν μεγάλην καί εξεψύχησε. 38 Καί τό καταπέτασμα, πού εχώριζε εις τόν ναόν τά Άγια από τά Άγια τών Αγίων, εσχίσθη εις τά δύο από επάνω έως κάτω. 39 Όταν δέ ο εκατόνταρχος, πού εστέκετο απέναντί του, είδε μαζί μέ τά άλλα έκτακτα σημεία πού συνέβησαν, καί ότι ο Ιησούς εξεψύχησεν όχι από εξάντλησιν, όπως επέθαιναν οι σταυρωμένοι, αλλά αφού αφήκε φωνήν δυνατήν, πού δέν έδειχνε κανέν σημείον θανάτου, είπεν Αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός ήτο υιός Θεού.

40 Ήσαν δέ καί μερικαί γυναίκες, πού από μακρυά παρετήρουν, μεταξύ τών οποίων ήσαν καί η Μαρία η Μαγδαληνή, καί η Μαρία η μητέρα τού Ιακώβου τού μικρού καί τού Ιωσή, καί η Σαλώμη. 41 Αυταί, καί ότε ήτο ο Ιησούς εν τή Γαλιλαία, τόν ηκολούθουν καί τόν υπηρέτουν. Ήσαν δέ καί άλλαι πολλαί, αι οποίαι ανέβησαν μαζί μέ αυτόν από τήν Γαλιλαίαν εις τά Ιεροσόλυμα.