Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ/ 33 – 41 – 33 και ήλθεν εις Καπερναούμ και εν τη οικία γενόμενος επηρώτα αυτούς τι εν τη οδώ προς εαυτούς διελογίζεσθε ;
34 οι δε εσιώπων προς αλλήλους γαρ διελέχθησαν εν τη οδώ τις μείζων. 35 και καθίσας εφώνησε τους δώδεκα και λέγει αυτοίς ει τις θέλει πρώτος είναι, έσται πάντων έσχατος και πάντων διάκονος.
36 και λαβών παιδίον έστησεν αυτό εν μέσω αυτών, και εναγκαλισάμενος αυτό είπεν αυτοίς 37 ος εάν εν των τοιούτων παιδίων δέξηται επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται και ος εάν εμέ δέξηται, ουκ εμέ δέχεται, αλλά τον αποστείλαντά με.
38 Απεκρίθη αυτώ ο Ιωάννης λέγων Διδάσκαλε, είδομέν τινα εν τω ονόματί σου εκβάλλοντα δαιμόνια, ος ουκ ακολουθεί ημίν, και εκωλύσαμεν αυτόν, ότι ουκ ακολουθεί ημίν. 39 ο δε Ιησούς είπε μη κωλύετε αυτόν ουδείς γαρ εστιν ος ποιήσει δύναμιν επί τω ονόματί μου και δυνήσεται ταχύ κακολογήσαί με 40 ος γαρ ουκ έστι καθ ημών, υπέρ ημών εστιν.
41 ος γαρ αν ποτίση υμάς ποτήριον ύδατος εν τω ονόματί μου, ότι Χριστού εστε, αμήν λέγω υμίν, ου μη απολέση τον μισθόν αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ/ 33 – 41
33 και ήλθεν εις την Καπερναούμ και όταν έφθασεν εις σπίτι τους ηρώτα Ποίαν συζήτησιν και συνομιλίαν είχατε μεταξύ σας εις τον δρόμον ; 34 Αυτοί δε εσιώπων διότι συνεζήτησαν μεταξύ τους εις τον δρόμον, ποίος θα ήτο πλησίον του Χριστού ο μεγαλύτερος και περισσότερον διακεκριμένος, και τώρα εντρέποντο να είπουν τούτο εις τον Διδάσκαλον.
35 και αφού εκάθισεν, εφώναξε τους δώδεκα και τους είπεν Εάν κανείς θέλη να είναι πρώτος κατά την τιμήν, οφείλει δια της ταπεινώσεώς του απέναντι των άλλων να γίνη τελευταίος από όλους και υπηρέτης όλων δια της ασκήσεως της αγάπης. 36 και αφού επήρεν ένα παιδίον, το έστησεν εν τω μέσω αυτών και το ενηγκαλίσθη και τους είπεν· 37 Εκείνος που θα υποδεχθή δι εμέ και προς τιμήν μου ένα τέτοιον άνθρωπον, ο οποίος εταπεινώθη σαν το μικρό παιδί, αυτός υποδέχεται και τιμά εμέ τον ίδιον. και όποιος θα υποδεχθή εμέ, δεν υποδέχεται εμέ, αλλ υποδέχεται εκείνον, που με απέστειλεν εις τον κόσμον, δηλαδή τον επουράνιόν μου Πατέρα.
38 Έλαβε δε τον λόγον ο Ιωάννης και είπε Διδάσκαλε τόσον πολύ εκτιμάς εκείνον, που θα δεχθή δια το όνομά σου άνθρωπον ταπεινόν σαν το παιδίον. Ημείς όμως είδομεν κάποιον, που δεν μας ακολουθεί και δεν ανήκει εις τον κύκλον των μαθητών, να βγάζη δαιμόνια δια της επικλήσεως το ονόματός σου, και αντί να τον τιμήσωμεν δια το ότι έπραττε τούτο δια του ονόματός σου, τον εμποδίσαμεν, επειδή δεν μας ακολουθεί ως μαθητής σου.
39 ο δε Ιησούς είπε μη τον εμποδίζετε. Διότι άνθρωπος που θα κάμη θαύμα επικαλούμενος το όνομά μου, δεν θα μπορέση γρήγορα να κακολογήση και να βλασφημήση εμέ, με το όνομα του οποίου εθαυματούργησε και εδοξάσθη. 40 μη εμποδίζετε λοιπόν τους τοιούτους. Διότι όποιος δεν είναι εναντίον σας και δεν πολεμεί την διδασκαλίαν σας, είναι με το μέρος σας και επόμενον είναι να γίνη και εξ ολοκλήρου ιδικός σας.
41 και δια να εξακολουθήσω εκείνο, που σας έλεγα, σας βεβαιώ, ότι και η ελαχίστη υπηρεσία, την οποίαν προς τιμήν μου θα σας προσφέρουν, δεν θα μείνη άνευ ανταμοιβής. Διότι εκείνος που, με τον σκοπόν να τιμήση εμέ, επειδή δηλαδή είσθε μαθηταί του Χριστού, θα σας προσφέρη να πίετε έστω και ένα ποτήριον νερό, σας λέγω, ότι δεν θα χάση την αμοιβήν του δια την μικράν αυτήν υπηρεσίαν, που σας προσέφερε.