Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 7 Νοεμβρίου 2021

884
Euaggelio

: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η/ 41 – 56 – 41 καί ιδού ήλθεν ανήρ ώ όνομα Ιάειρος, καί ούτος άρχων τής συναγωγής υπήρχε καί πεσών παρά τούς πόδας τού Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τόν οίκον αυτού, …

42 ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα καί αύτη απέθνησκεν. Εν δέ τώ υπάγειν αυτόν οι όχλοι συνέπνιγον αυτόν.

43 καί γυνή ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τόν βίον ουκ ίσχυσεν υπ ουδενός θεραπευθήναι,

44 προσελθούσα όπισθεν ήψατο τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού, καί παραχρήμα έστη η ρύσις τού αίματος αυτής.

45 καί είπεν ο Ιησούς Τίς ο αψάμενός μου; αρνουμένων δέ πάντων είπεν ο Πέτρος καί οι σύν αυτώ Επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε καί αποθλίβουσι καί λέγεις τίς ο αψάμενός μου;

46 ο δέ Ιησούς είπεν Ήψατό μού τις εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ εμού.

47 ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε καί προσπεσούσα αυτώ δι ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός τού λαού, καί ως ιάθη παραχρήμα.

48 ο δέ είπεν αυτή Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε πορεύου εις ειρήνην.

49 Έτι αυτού λαλούντος έρχεταί τις παρά τού αρχισυναγώγου λέγων αυτώ ότι Τέθνηκεν η θυγάτηρ σου μή σκύλλε τόν διδάσκαλον.

50 ο δέ Ιησούς ακούσας απεκρίθη αυτώ λέγων Μή φοβού μόνον πίστευε, καί σωθήσεται

. 51 ελθών δέ εις τήν οικίαν ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα ει μή Πέτρον καί Ιωάννην καί Ιάκωβον καί τόν πατέρα τής παιδός καί τήν μητέρα.

52 έκλαιον δέ πάντες καί εκόπτοντο αυτήν. ο δέ είπε Μή κλαίετε ουκ απέθανεν, αλλά καθεύδει.

53 καί κατεγέλων αυτού, ειδότες ότι απέθανεν.

54 αυτός δέ εκβαλών έξω πάντας καί κρατήσας τής χειρός αυτής εφώνησε λέγων Η παίς, εγείρου.

55 καί επέστρεψε τό πνεύμα αυτής, καί ανέστη παραχρήμα, καί διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν.

56 καί εξέστησαν οι γονείς αυτής ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν τό γεγονός.

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Η/ 41 – 56

41 Καί ιδού ήλθεν εις τόν Ιησούν κάποιος άνθρωπος, πού ωνομάζετο Ιάειρος. Καί ήτο αυτός άρχων τής συναγωγής. Καί αφού έπεσε γονατιστός πλησίον τών ποδών τού Ιησού, τόν παρεκάλει νά έμβη εις τόν οίκον του

42 διότι είχε κόρην μονάκριβον περίπου δώδεκα χρόνων, καί αυτή ήτο εις τά τελευταία της καί επέθαινεν. Όταν δέ ο Ιησούς επήγαινε εις τό σπίτι τού Ιαείρου, τά πλήθη τού λαού τόν εστενοχώρουν καί τόν επίεζον.

43 Καί μία γυναίκα, πού υπέφερεν από αιμορραγίαν πρό δώδεκα ετών, η οποία μαζί μέ τά άλλα βάσανα τής ασθενείας είχεν εξοδεύσει όλην τήν περιουσίαν της εις ιατρούς καί δέν ηδυνήθη νά θεραπευθή από κανένα,

44 αφού επλησίασεν από πίσω τόν Ιησούν, ώστε νά μή τήν αντιληφθή κανείς, επειδή εντρέπετο νά γίνη φανερόν τό νόσημά της, ήγγισε τό άκρον τού εξωτερικού ενδύματός του καί παρευθύς εσταμάτησεν η αιμορραγία της.

45 Καί είπεν ο Ιησούς Ποίος είναι εκείνος, πού μέ ήγγισεν; Επειδή δέ όλοι οι τριγύρω ηρνούντο, είπεν ο Πέτρος καί οι άλλοι μαθηταί, πού ήσαν μαζί του Διδάσκαλε, τά πλήθη τού λαού σέ περιεκύκλωσαν καί σέ πιέζουν καί σύ λέγεις Ποίος μέ ήγγισε;

46 Ο Ιησούς όμως είπε Κάποιος μέ ήγγισε. Διότι εγώ εκατάλαβα, ότι εβγήκεν από επάνω μου δύναμις θαυματουργική.

47 Όταν δέ είδεν η γυναίκα, ότι δέν εκρύφθη καί δέν εξέφυγεν από τόν Ιησούν αυτό πού έκαμεν, ήλθε τρέμουσα από τόν φόβον της καί αφού έπεσε γονατιστή πρό αυτού, διηγήθη εις αυτόν εμπρός εις όλον τό πλήθος τού λαού τήν αιτίαν, διά τήν οποίαν τόν ήγγισε, καί πώς εθεραπεύθη αμέσως.

48 Ο Ιησούς δέ τής είπεν Έχε θάρρος, κόρη μου η πεποίθησις πού είχες, ότι θά εύρισκες τήν υγείαν σου, εάν μέ ήγγιζες, αυτή η πίστις σου σέ έχει θεραπεύσει. Πήγαινε εις τό καλό, ειρηνική καί ελευθέρα από κάθε ανησυχίαν, πού εδοκίμαζες προτήτερα εξ αιτίας τής ασθενείας σου.

49 Ενώ δέ ωμίλει ακόμη ο Ιησούς, ήλθε κάποιος από τό σπίτι τού αρχισυναγώγου καί τού είπεν ότι απέθανεν η κόρη σου μή βάζης πλέον εις κόπον καί ενόχλησιν τόν Διδάσκαλον.

50 Ο Ιησούς όμως, όταν ήκουσε τήν είδησιν αυτήν, έδωκεν εις αυτόν τήν απάντησιν καί είπε Μή φοβήσαι, μόνον εξακολούθει νά πιστεύης καί θά σωθή από τόν θάνατον η κόρη σου.

51 Όταν δέ ήλθεν εις τό σπίτι τού Ιαείρου, δέν αφήκε νά έμβη κανείς άλλος εις τό δωμάτιον τής νεκράς, παρά μόνον ο Πέτρος καί ο Ιωάννης καί ο Ιάκωβος καί ο πατέρας τού κορασίου καί η μητέρα.

52 Έκλαιον δέ όλοι καί εκτυπούσαν τά στήθη των καί τάς κεφαλάς των διά τήν νεκράν. Αυτός δέ τούς είπε Μή κλαίετε δέν απέθανεν, αλλά κοιμάται.

53 Καί τόν περιγελούσαν, διότι ήσαν βέβαιοι, ότι τό κοράσιον ήτο πεθαμένον.

54 Αυτός όμως, αφού έβγαλεν έξω όλους καί έπιασε τό χέρι της, εφώναξε καί είπε Κόρη, σήκω επάνω.

55 Καί επέστρεψεν εις τό σώμα η ψυχή της, καί ανεστήθη αμέσως καί ο Ιησούς διέταξε νά τής δοθή φαγητόν νά φάγη διά νά αναλάβη δυνάμεις κατόπιν τής εξαντλήσεως, πού τής είχε φέρει η μακρά καί θανατηφόρος ασθένειά της.

56 Καί εκυριεύθησαν από βαθύν καί μεγάλον θαυμασμόν οι γονείς της. Ο δέ Ιησούς τούς παρήγγειλε νά μή είπουν εις κανένα τό γεγονός, διά νά μή ερεθίζεται ο φθόνος τών εχθρών του.