Το Ευαγγέλιο της Κυριακής 5 Σεπτεμβρίου 2021

848
Euaggelio

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ/ 23 – 35 – 23 Διά τούτο ωμοιώθη η βασιλεία τών ουρανών ανθρώπω βασιλεί ός ηθέλησεν συνάραι λόγον μετά τών δούλων αυτού.

24 αρξαμένου δέ αυτού συναίρειν προσηνέχθη αυτώ είς οφειλέτης μυρίων ταλάντων.

25 μή έχοντος δέ αυτού αποδούναι εκέλευσεν αυτόν ο κύριος αυτού πραθήναι καί τήν γυναίκα αυτού καί τά τέκνα καί πάντα όσα είχε, καί αποδοθήναι.

26 πεσών ούν ο δούλος προσεκύνει αυτώ λέγων κύριε μακροθύμησον επ εμοί, καί πάντα σοι αποδώσω.

27 σπλαγχνισθείς δέ ο κύριος τού δούλου εκείνου απέλυσεν αυτόν, καί τό δάνειον αφήκεν αυτώ.

28 εξελθών δέ ο δούλος εκείνος εύρεν ένα τών συνδούλων αυτού, ός ώφειλεν αυτώ εκατόν δηνάρια, καί κρατήσας αυτόν έπνιγεν λέγων απόδος μοι εί τι οφείλεις.

29 πεσών ούν ο σύνδουλος αυτού εις τούς πόδας αυτού παρεκάλει αυτόν λέγων μακροθύμησον επ εμοί, καί αποδώσω σοι

30 ο δέ ουκ ήθελεν, αλλά απελθών έβαλεν αυτόν εις φυλακήν έως ού αποδώ τό οφειλόμενον.

31 ιδόντες δέ οι σύνδουλοι αυτού τά γενόμενα ελυπήθησαν σφόδρα, καί ελθόντες διεσάφησαν τώ κυρίω εαυτών πάντα τά γενόμενα.

32 τότε προσκαλεσάμενος αυτόν ο κύριος αυτού λέγει αυτώ δούλε πονηρέ, πάσαν τήν οφειλήν εκείνην αφήκά σοι, επεί παρεκάλεσάς με

33 ουκ έδει καί σέ ελεήσαι τόν σύνδουλόν σου, ως καί εγώ σέ ηλέησα;

34 καί οργισθείς ο κύριος αυτού παρέδωκεν αυτόν τοίς βασανισταίς έως ού αποδώ πάν τό οφειλόμενον αυτώ.

35 Ούτω καί ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν εάν μή αφήτε έκαστος τώ αδελφώ αυτού από τών καρδιών υμών τά παραπτώματα αυτών.

Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΗ/ 23 – 35

23 Διότι δέ εις τήν βασιλείαν τών ουρανών τό καθήκον τού νά συγχωρώμεν τούς πταίστας μας είναι απεριόριστον, δι αυτό ωμοίασεν η βασιλεία τών ουρανών πρός επίγειον βασιλέα, πού ηθέλησε νά λογαριασθή μέ τούς δούλους καί αυλικούς του, εις τούς οποίους είχεν αναθέσει τήν διαχείρισιν τών φόρων καί εισπράξεών του.

24 Όταν δέ αυτός άρχισε νά λογαριάζεται, τού έφεραν ένα χρεώστην, πού ώφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα, δηλαδή περίπου εξήκοντα εκατομμύρια χρυσάς δραχμάς.

25 Επειδή δέ αυτός δέν είχε νά πληρώση, διέταξεν ο κύριος νά πωληθή αυτός καί η γυναίκα του καί τά παιδιά του καί όλα όσα είχε καί νά πληρωθή τό χρέος.

26 Έπεσε λοιπόν κατά γής ο δούλος καί τόν επροσκύνει λέγων Κύριε, κάμε υπομονήν δι εμέ, καί όλα όσα χρεωστώ, θά σού τά πληρώσω.

27 Ελυπήθη δέ καί ησθάνθη συμπάθειαν ο κύριος τού δούλου εκείνου καί τόν αφήκεν ελεύθερον, τού εχάρισε δέ καί τό δάνειον.

28 Όταν όμως εβγήκεν έξω ο δούλος εκείνος, ηύρεν ένα από τούς συνδούλους του, πού τού εχρεώστει εκατόν δηνάρια, δηλαδή περίπου ενενήντα χρυσός δραχμάς.Καί αφού τόν εσταμάτησε, τόν εστενοχώρει σκληρά λέγων Εξόφλησέ μου ό,τι μού χρεωστείς.

29 Έπεσε λοιπόν εις τά πόδια του ο σύνδουλός του καί τόν παρεκάλει λέγων Περίμενέ με καί δείξε υπομονήν μαζί μου καί θά σέ πληρώσω.

30 Αυτός όμως δέν ήθελεν, αλλ επήγεν εις τό δικαστήριον καί τόν έρριψεν εις φυλακήν, Έως ότου πληρώση ό,τι εχρεωστούσεν.

31 Όταν δέ είδαν οι άλλοι σύνδουλοί του αυτά πού έγιναν, ελυπήθησαν πολύ καί αφού ήλθαν διηγήθησαν εις τόν κύριον τους όλα όσα συνέβησαν.

32 Τότε τόν προσεκάλεσεν ο κύριός του καί είπε πρός αυτόν Δούλε πονηρέ, όλον τό χρέος εκείνο, τό τόσον μεγάλο, σού τό εχάρισα, επειδή μέ παρεκάλεσες.

33 Δέν έπρεπε καί σύ νά λυπηθής καί νά κάμης έλεος εις τόν σύνδουλόν σου, όπως καί εγώ, πού δέν είμαι σύνδουλός σου αλλά κύριός σου, σέ ελυπήθηκα καί έδειξα έλεος εις σέ;

34 Καί εθύμωσεν ο κύριός του καί τόν παρέδωκεν εις αυτούς, πού βασανίζουν τούς φυλακισμένους, διά νά τόν τιμωρούν, μέχρις ότου εξοφλήση πάν ό,τι εχρεωστούσεν.

35 Έτσι καί ο επουράνιος πατήρ μου, πρός τόν οποίον λόγω τών αναριθμήτων σας αμαρτιών είσθε χρεώσται αναριθμήτου χρέους, θά κάμη εις σάς, εάν δέν συγχωρήσετε καθένας σας τόν αδελφόν του όχι μέ τό στόμα σας μόνον, αλλ από τήν καρδιά σας.