Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ιθ/ 1 – 10 – 1 και εισελθών διήρχετο την Ιεριχώ 2 και ιδού ανήρ ονόματι καλούμενος Ζακχαίος, και αυτός ην αρχιτελώνης, και ούτος ην πλούσιος, …
3 και εζήτει ιδείν τον Ιησούν τις εστι, και ουκ ηδύνατο από του όχλου, ότι τη ηλικία μικρός ην. 4 και προδραμών έμπροσθεν ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη αυτόν, ότι δι εκείνης ήμελλε διέρχεσθαι.
5 και ως ήλθεν επί τον τόπον, αναβλέψας ο Ιησούς είδεν αυτόν και είπεν προς αυτόν Ζακχαίε, σπεύσας κατάβηθι σήμερον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείναι. 6 και σπεύσας κατέβη, και υπεδέξατο αυτόν χαίρων. 7 και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι.
8 σταθείς δε Ζακχαίος είπε προς τον Κύριον Ιδού τα ημίση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς, και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι τετραπλούν. 9 είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς ότι σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο, καθότι και αυτός υιός Αβραάμ εστιν 10 ήλθε γαρ ο υιός του ανθρώπου ζητήσαι και σώσαι το απολωλός.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ιθ/ 1 – 10
1 και αφού εμβήκεν εις την Ιεριχώ, διέβαινε την πόλιν. 2 και ιδού υπήρχεν εκεί ένας άνθρωπος, που εκαλείτο Ζακχαίος και αυτός ήτο αρχιτελώνης και πολύ πλούσιος. 3 και εζήτει να ίδη τον Ιησούν ποίος είναι, και δεν ημπορούσεν από την συρροήν του λαού, διότι ήτο κοντός κατά το ανάστημα και εσκεπάζετο από το πλήθος.
4 και αφού έτρεξεν εμπρός από εκείνους, που ακολουθούσαν τον Ιησούν, ανέβη σαν να ήτο μικρό παιδί εις μίαν σοκομορέαν δια να τον ίδη, διότι από τον δρόμον εκείνον, εις τον οποίον ευρίσκετο το δένδρον αυτό, έμελλε να διέλθη ο Ιησούς.
5 και ευθύς ως ήλθεν ο Ιησούς εις τον τόπον αυτόν, εσήκωσε τα μάτια του και τον είδε, και χωρίς να τον γνωρίζη από παλαιότερα, τον εφώναξε με το όνομά του και είπε προς αυτόν Ζακχαίε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερον πρέπει εγώ σύμφωνα με την θείαν βουλήν, που παρασκευάζει την σωτηρίαν σου, να μείνω εις το σπίτι σου. 6 και κατέβη ο Ζακχαίος γρήγορα και τον υπεδέχθη εις το σπίτι του με χαράν.
7 και όταν είδαν, ότι ο Ιησούς επροτίμησε το σπίτι του Ζακχαίου, εμουρμούριζαν όλοι μεταξύ των με αγανάκτησιν και περιφρόνησιν κατά του Ιησού και έλεγαν, ότι εις το σπίτι ανθρώπου αμαρτωλού εμβήκε να μείνη και να αναπαυθή.
8 Εστάθη δε ο Ζακχαίος εμπρός εις τον Κύριον και είπε προς αυτόν Ιδού τα μισά από τα υπάρχοντά μου, Κύριε, τα δίδω ελεημοσύνην εις τους πτωχούς. και εάν τυχόν ως τελώνης μετεχειρίσθην συκοφαντίαν και ψευδείς καταγγελίας και αναφοράς δια να αδικήσω και καταχρασθώ κανένα εις τίποτε, του το γυρίζω πίσω τετραπλάσιον.
9 Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς, ότι σήμερον εις το σπίτι αυτό, τόσον εις τον οικοδεσπότην, όσον και εις τους οικιακούς του, συνετελέσθη δια της επισκέψεώς μου σωτηρία. Επεβάλλετο δε να σωθή και ο αρχιτελώνης ούτος, διότι και αυτός εξ ίσου προς σας, που γογγύζετε, είναι υιός και απόγονος του Αβραάμ, εις τον οποίον έχει δοθή από τον Θεόν η επαγγελία της σωτηρίας.
10 Έπρεπε δε να συντελέσω εγώ εις την σωτηρίαν αυτήν, διότι ο υιός του ανθρώπου ήλθεν εκ του ουρανού εις την γην, δια να ζητήση και σώση το ως άλλο χαμένον πρόβατον κινδυνεύον να αποθάνη εν τη αμαρτία σύνολον της ανθρωπότητος.