H Γερόντισσα Λαμπρινή Βέτσιου (+2002) από τα Καλομόδια της Άρτας, ασκήτρια μέσα στον κόσμο και σκεύος εκλογής του Κυρίου από την παιδική της ηλικία, μας δείχνει το δάχτυλό της που βούτηξε στη φωτιά του Άδη για να ανακουφίσει με λίγο σάλιο ένα βασανιζόμενο εκεί συγχωριανό της!
Ο κ. Ιησούς Χριστός μας πληροφορεί ότι κατά την 2α Παρουσία οι άδικοι αμαρτωλοί θα οδηγηθούν στην Κόλαση: «και απελεύσονται ούτοι (οι αμαρτωλοί) εις Κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». (Ματθ. 25,46) Πριν την τελική Κρίση οι ψυχές των αμαρτωλών κρατούνται στον ΑΔΗ.
Η γερόντισσα διηγείται πως ακούει τη φωνή του Χριστού να λέει προς την Παναγία, που την κρατούσε από το χέρι, ότι θέλει να της δείξει την κόλαση των αμαρτωλών. Εκεί αυτοί βρίσκονται σε βάσανα, όπως περιγράφεται στην παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου. Ο Χριστός: Θέλω να την πάω Εγώ στην κόλαση άλλη μια φορά… (Της την έδειξε και η Παναγία πριν, αλλά από πιο μακριά).
-Σε κράταγε ο Κύριος εσένα από το χέρι ή η Παναγία;
-Η Παναγία με κράταγε, και πηγαίναμε….
-Τώρα θα καταλάβει αυτός, λέει, άμα περάσεις τώρα εδώ… Με κατάλαβε εμένα που πέρασα… (τον τόπο) των νεκρών… -Ποιος ήταν; Ήτανε ένας δικός μου εδώ νεκρός…
Είχε 4-5 κοπελούδες αυτός, ήταν παλιάνθρωπος, βλάσφημος, κακός άνθρωπος.
Μια φορά: …Είδες που είπες τις κουβέντες; Πέρασα εγώ από την Ροβέλιστα (το Μοναστήρι 30 χλμ αντολικά από την Άρτα), από την Παναγία μπροστά, στην Παρηγορήτρια. Κι ήταν αυτός. Στο πλατάνι κάθονταν αυτός, η γυναίκα του κι άλλες γυναίκες.
Το Μοναστήρι της Ροβέλιστας:
Εκεί που έκατσα αρχίνισε αυτός και έλεγε εμένα: Καλή γυναίκα είσαι, καλά τα λες, αλλά δεν είναι… αυτά είναι του αέρος (αερολογίες), δεν είναι δικά μας αυτά, για τη ζωή τη δική μας, λέει…
Τι μου έδωσε 5 τσούπρες εμένα (ο Θεός); Τι είμαι εγώ να πάω να κάνω (να τις παντρέψω), τι να κάνω, τι να κάνω…
-Όλα λέω, όλα θα τα σιάξει ο Θεός του “πα εγώ…
Και τις κοπελούδες θα τις μοσχοπαντρέψεις! Μην σκέφτεσαι, έχουν την έννοια του Χριστού μη σκας. Όχι, (επέμενε) αυτός, όχι! Αρρωσταίνει αυτός ύστερα, από την παλιαρρώστια…
-Και τελικά (ρωτάνε την γερ. Λαμπρινή), τον είδες αυτόν στην κόλαση;
-ΝΑΙ…
Ήταν μέσα στην πίσσα (που βράζοντας) έκανε κλου κλου κλου… ήταν μέσα αυτός!
Πως κατάλαβε που πέρναγα εγώ; Μου είπε (ο Κύριος) θα σε καταλάβει από μακριά που θα περάσεις εσύ …παρά “κεί…!
Μου τά “πε, μου τά “χε πει, εμένα αυτά…
-Ποιος στά” πε αυτά;…
-Ο Κύριος τα είπε ή η Παναγία;
-Ο Κύριος τα είπε…
Η Παναγία ήταν μαζί (μου), αλλά ο Κύριος τα είπε… πνευματικά…
Μέ είδε και φώναζε…
-Πως τον λέγαν αυτόν;
-Αλέξανδρο.
-Λαμπρινή!!! έλεγε από μέσα (από τις φλόγες) αυτός…
– Λαμπρινή σου μιλάει, λέει (η Παναγία)…
Θέλει να τον βοηθήσεις τώρα, λέει.
-Βάλε μου λίγο σαλάκι απ” το στοματάκι σου (έλεγε αυτός). Το δαχτυλάκι σου με λίγο, λέει, σάλιο, βάλε μου. Βάλε μου, λέει, να ξεκολλήσει το στόμα μου.
-Κάηκα Λαμπρινή μου. κάηκα…! Να τα λες τα λογάκια σου να τ” ακούν ο κόσμος να μην έρθουν εδώ μέσα…
-Είπα να του βάλω λίγο σάλιο. Κι έβγαλα εγώ το δείκτη μου. Μέχρι εδώ είπα κάνει να το αλείψω και μετά να το χώσω μέσα (στις φλόγες).
-ΟΧΙ… ΟΧΙ… μου λέει ο Θεός, ο ίδιος ο Χριστός (πνευματικά).
-Μη παιδί μου, μου λέει εμένα, θα σε κάψει αυτός. Θα καείς ως τον ώμο. Θα καεί δηλ. το σώμα σου όλο. Έχεις οικογένεια, έχεις παιδιά, λέει. Θέλεις να πλύνεις, θέλεις να ζυμώσεις, να κάνεις δουλειές στα κτήματα…
-Θα του δώσω δεν αντέχω τώρα λέω. Που να πάω τώρα όταν τον νιώθω (να υποφέρει) όπου και νάμαι, στο σπίτι θα να “μια στο κρεβάτι θα νά’μια εγώ θα τ” ακούω αυτά τα πράγματα (συνειδησιακά)
-Όχι το πρώτο το δαχτυλάκι σου μου λέει η Παναγία, καλή ώρα, σαν γυναίκα που ήταν. Θες να πιάσεις βελόνι. Θα κεντήσεις, θα ράψεις, θα μπαλώσεις, χρειάζεται αυτό το δάχτυλο!
Το μεσαίο.
-Όχι το μεσαίο, χαλάς τη μορφή του χεριού σου. Έτσι μού “πε (η Παναγία).
-Ε τι να βάλλω; Το μικρό κάνει.
-Όχι και το μικρό! Χαλάει το χεράκι σου, μού “πε. Μου λέει ύστερα…
Τούτο δα, να βάλω τούτο δα, (εννοεί τον παράμεσο). Είναι ξένο τούτο δα, (τώρα) δεν το ορίζω.
-Δεν το ορίζεις;
Μού “πε:
-Βάλτο… ας βάλεις λίγο σάλιο, μού “πε η Παναγία.
-Θα τα κανονίσουμε εμείς Υιέ μου! Τα κανόνισε η Παναγία.
-Μου τό “βαλε αυτή στο στόμα μου. Μμμμ (αναπαριστά τον τρόπο που το άλειψε).
-Όχι εκεί. Θα στο πάω εγώ μέχρι εκεί που θέλω εγώ. Θα το δώσω εγώ με το χέρι το δικό μου, λέει η Παναγία.
Κι” έτσι έκανα, το άλειψα με πολύ σάλιο.
Κατάλαβα μέχρι που θα βάνω… και πήγα και τό “βαλα εκεί μέσα.
Ου ου αυτός…
Αφού μόλις τό “βαλα με μιας το χεράκι μου όλο μούδιασε… Απ μ” άρπαξε η Παναγία, Το “σφιξε και σταμάτησε. Κι” έτσι έκανα, το άλειψα με πολύ σάλιο.
-Δεν σού “πα εγώ παιδί μου, θα πάει απάνω γι” απάνω…
-Πρόσεξε παιδάκι μου μου λέει (η Παναγία),
Άντε (προσπάθεια) να το βγάλω ύστερα, πως να το βγάλω; Το τράβαγα λίγο-λίγο…
-Θα στο βγάλω εγώ λέει αυτή… δεν το αφήνω…
-Άντε-άντε τό “βγαλε (η Παναγία) κι έκτοτε τρέμει το δάχτυλο… Τσίρνιαζε (σούβλιζε) όλο το δάχτυλο καμμιά ωρίτσα (τη μέρα) κανά μήνα (συνολικά).
-Είχε και πληγή;
-Όχι τίποτα. Μέσα «έκαψε»… τα κόκαλα!
-Πως θα μπορέσω εγώ (να δουλέψω) με (αυτό) το χέρι;
-Θα μπορέσεις λέει.
Θα το κάνω όπως ήτανε το χέρι! Θα χαθεί (αδρανοποιηθεί) μόνο αυτό (το δάχτυλο) που έπιε το σάλιο αυτός. Τι να “κανα τώρα, δεν μπορούσα (να μην του δώσω)…
-Καλυτέρεψε αυτού η θέση; (ρωτάνε τη γερόντισσα)
–Μέσα ήταν αυτός…
-Μετά λέω, που του “κανες και λειτουργία και προσευχόσουνα γι” αυτόνε.
-Ήταν μέσα βαθειά που (να καλυτερέψει); Μετά θάνατον δεν έχουν μετάνοια αυτοί…
-Ναι τώρα ενεργεί η μετάνοια (σ” αυτή τη ζωή).
-Ξέρεις τι μετάνοια έχουμε τότε; Όταν κάναμε κάποια αμαρτία και ξεχάσαμε να την ταχτοποιήσομε (αν και το θέλαμε).
Πάντως, κατά την Εκκλησία, οι λειτουργίες, τα μνημόσυνα και οι ελεημοσύνες ωφελούν, γενικά, τους κεκοιμημένους.