O Άγιος Παΐσιος μιλά για τις επισκέψεις της Παναγίας

6904

Όπως διηγείται ο Γέροντας Παΐσιος, «Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία με έστειλε ο γέροντας μου για μια εργασία.

Ήμουν εξαντλημένος από τη νηστεία και τη προηγούμενη αγρυπνία, και μετά τη Θεία Λειτουργία δεν έφαγα γιατί δε μου είπε ο Γέροντας».

Έφτασα στην Ιβήρων και περίμενα το «μοτόρι» (καραβάκι). Ενώ θα ερχόταν το μεσημέρι, έφθασε το βράδυ και ακόμα να φανή. Ήμουν εξαντλημένος. Λέω να κάνω ένα κομποσχοίνι στην Παναγία κάτι να μου οικονομήση. Μετά λέω στον εαυτό μου: «Βρε χαμένε για τέτοια μικροπράγματα θα ενοχλείς την Παναγία;». Δεν πρόλαβα να τελειώσω και έρχεται ένας αδελφός από μέσα. Μου δίνει ένα δεματάκι και μου λέει: «Να, αδελφέ μου για τη χάρη της Κυρίας Θεοτόκου».

«Το άνοιξα. Είχε μέσα μισό ψωμάκι, σύκα και σταφύλια. Μόλις κρατήθηκα από τα κλάματα μέχρι να φύγει ο αδελφός».

Αυτό συνέβη στο κιόσκι της Ιβήρων. Και άλλοτε έλαβε αμεσότερη πείρα της θεομητορικής πρόνοιας στον αρσανά του αυτού Μοναστηριού. Τα δύο γεγονότα έχουν πολλές ομοιότητες αλλά και αρκετές διαφορές. Και στην δεύτερη περίπτωση ήταν άυπνος και νηστικός και περίμενε το «μοτόρι».

Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από την εξάντληση δεν αισθανόμουν καλά. Φοβήθηκα να μη λιποθυμήσω και με δουν οι εργάτες. Για αυτό έκανα κουράγιο και πήγα πίσω από μια ντάνα ξύλα.

Σκέφτηκα προς στιγμήν να παρακαλέσω την Παναγία και αμέσως μετά είπα στον εαυτό μου: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωμάκι την έχουμε;»

Και μόλις είπα αυτό, να η Παναγία και μου έδωσε ζεστό ψωμί και σταφύλι! Ε, από κει και πέρα μετά…

Κάποιος τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:

-Καλά Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;

-Και το κοτσάνι και τα ψίχουλα, απάντησε με έμφαση.

***

Κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Ι. Μ. Φιλοθέου, δεν έπαυσε να σκέφτεται την έρημο. Αισθανόταν έντονη την επιθυμία για ησυχία.

Είχε συμφωνήσει με τον π. Φ. Φιλοθείτη να πάνε στα κατουνάκια να ασκητέψουν. Ο π. Παίσιος θα έκανε εργόχειρο ο π. Φ. θα το έδινε στα μοναστήρια και θα έπαιρνε παξιμάδι για να οικονομούνται. Αλλά μια νύχτα πριν σημάνει το τάλαντο για την Εκκλησία, ο Γέροντας χτύπησε την πόρτα του κελλιού του π. Φ. και του είπε ότι δεν είναι θέλημα Θεού να φύγουν. Ο π. Φ. του διηγήθηκε το εξής όνειρο που είδε: «Τρέχαμε στη στέγη της Μονής και, ενώ ήμασταν έτοιμοι να πηδήξουμε, μια μαυροφόρα γυναίκα μιας κράτησε από τη πλάτη και είπε ότι είναι γκρεμός και θα σκοτωθούμε. Έτσι και εγώ κατάλαβα ότι δεν επιθυμεί ο Θεός να πάμε».

Ο π. Παίσιος διηγήθηκε αργότερα ως εξής αυτό που συνέβη και τον έκανε να πάη αντί για τα Κατουνάκια στην Μονη Στομίου: «Έκανα προσευχή στο κελί μου. Ξαφνικά ακινητοποιήθηκα τελείως. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Ήταν αδύνατο. Μια αόρατη δύναμη με κρατούσε ακίνητο. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Έμεινα έτσι βιδωμένος για δυο-δυόμισι ώρες. Μπορούσα να προσεύχωμαι, να σκέφτωμαι, αλλά δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου. Ενώ βρισκόμουν σ΄ αυτή την κατάσταση είδα σαν σε τηλεόραση από τη μια μεριά τα Κατουνάκια και από την άλλη τη Μονή Στομίου στην Κόνιτσα. Εγώ με λαχτάρα γύρισα τα μάτια ου στα Κατουνάκια. Μια φωνή τότε –ήταν της Παναγίας- μου είπε καθαρά:

«Δε θα πας στα Κατουνάκια, θα πας στην Μονή Στομίου». «Παναγία μου εγώ έρημο σου ζήτησα και συ με στέλνεις στο κόσμο;», είπα. Άκουσα ξανά την ίδια φωνή να μου λέη αυστηρά: «θα πας να συναντήσεις το τάδε πρόσωπο, (1) το οποίο θα σε βοηθήσει πολύ». Συγχρόνως κατά τη διάρκεια αυτού του θείου γεγονότος μου ήρθαν απαντήσεις σαν σε τηλεόραση σε πολλές απορίες που είχα. Αμέσως λύθηκα από εκείνο το αόρατο δέσιμο και πλημμύρισε η καρδιά μου από τη θεία χάρι. Μετά πήγα και το είπα στον Πνευματικό. «Αυτό είναι το θέλημα του Θεού» , μου είπε. Μη κάνεις όμως λόγο για το γεγονός. Πες πως για λόγους υγείας». –έβγαζα αίμα αυτή την εποχή- «θα χρειασθεί να βγεις από το Όρος και πήγαινε». Άλλο ήθελα εγώ, αλλά ο Θεός είχε το σχέδιο του. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ο κύριος λόγος ήταν για να βοηθηθούν οι ογδόντα οικογένειες που είχαν γίνει προτεσταντικές, να επιστρέψουν στην ορθοδοξία.

***

Στη Μονή Στομίου, δύο ευλαβείς γυναίκες από την Κόνιτσα, η κυρία Πόπη Μουρελάτου και η κυρία Πηνελόπη Μπσρμπούτη, βοηθούσαν στην καλλιέργεια του κήπου.

Ένα βράδυ, μετά το Απόδειπνο, πήγαν στον Ξενώνα και έπεσαν νωρίς να κοιμηθούν. Ξύπνησαν όταν άκουσαν να χτυπά το σήμαντρο. Βγήκαν έξω από το δωμάτιο. Είδαν το Γέροντα να βγαίνη από το κελί του και μάλιστα τους είπε: «Ευλογημένες, δε σας είπα να μη χτυπάτε τη νύχτα το σήμαντρο»;

Με απορία απάντησαν ότι αυτές δεν έκαναν κάτι τέτοιο, και συγχρόνως βλέπουν μια γυναίκα να εξαφανίζεται μέσα στην Εκκλησία. Την είδαν από το πλάι, δηλαδή από τον ώμο και κάτω , το χέρι της και το μαφόριο. Ήταν η Παναγία, που η νυχτερινή επίσκεψη της αναγγέλθηκε με το αυτόματο χτύπημα του σημάντρου.

Ο Γέροντας, ενώ μέχρι τότε μιλούσε δυνατά, ύστερα από ευλάβεια και δέος έκανε σιωπηλά νόημα στις δύο γυναίκες να πάνε στο δωμάτιο τους, και ο ίδιος μπήκε στο κελί του.

***

Ο Γέροντας είδες στον ύπνο του ότι θα πήγαινε μακρινό ταξίδι και ετοίμασε τα χαρτιά του. Ήταν και άλλοι άνθρωποι και ετοίμαζαν και αυτοί τα δικά τους. παρουσιάστηκε τότε μια ωραία, μεγαλοπρεπής γυναίκα, ντυμένη στα χρυσά. Του πήρε τα χαρτιά, τα έβαλε στον κόρφο της και του είπε ότι αυτή θα τα τακτοποιήσει αλλά ακόμη δεν είναι καιρός να φύγη, είναι νωρίς. Προηγουμένως ο Γέροντας είχε προσευχηθεί: «Παναγιά μου, το διαβατήριο και τα χαρτιά μου δεν είναι έτοιμα», με συναίσθηση ότι είναι ανέτοιμος να αναχωρήσει για την άλλη ζωή.

Όταν ύστερα από λίγο καιρό πήγε στα Ιεροσόλυμα, στη Γεσθημανή, με έκπληξη που διαπίστωσαν και οι συνοδοί του, αντίκρυσε στο πρόσωπο της εικόνας της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας την «Κυρία» που είχε δει στο όνειρο του. Έτσι συνειδητοποίησε ότι Αυτή που του παρουσιάστηκε ήταν η Παναγία και το μεγάλο ταξίδι ήταν η αναχώρηση απ΄ αυτήν την ζωή, αλλά ακόμη δεν ήταν η ώρα.

***

Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Την περασμένη Σαρακοστή [21 Φερ. 1985] παρουσιάστηκε ντυμένη στα άσπρα. Μου είπε ότι θα συμβούν πολλά στον κόσμο, γι΄ αυτό και να φροντίσω να πάρω…(κάτι που αφορούσε προσωπικά τον ίδιο)».

Φανερώθηκε κοντά στην Βορειοανατολική γωνιά της Καλύβης του. Όταν την είδε ο Γέροντας, είπε ταπεινά: «Παναγία μου, και ο τόπος είναι βρώμικος (2) και εγώ βρώμικος». Όμως έκτοτε ευλαβείτο και τον τόπο «ου έστησαν οι πόδες» της αχράντου Θεομήτορος. Ήθελε στο μέρος εκείνο να φυτέψη λουλούδια, για να μη πατιέται.

Στο Ωρολόγιο, στις 21 Φεβρουαρίου, σημείωσε κρυπτογραφικά το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «Η Παναγία!10,30 πριν το μεσάν Ολόλευκα Άστραφ συγχωρ.»

1 το πρόσωπο αυτό ήταν η Αικατερίνη Ρούσση, μητέρα του Δημάρχου. «Ήταν αγία ψυχή», κατά το Γέροντα.

2 Ίσως επειδή μερικές φορές πετούσε εκεί κοντά φλούδες.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχου Ισαάκ, Βίος Γέροντας Παΐσιου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, 2004, σελ. 114, 142, 291, 296.